Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Δήμητρα Λουκά | Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Δήμητρα Λουκά

Τι θα ήθελες να ήσουν

Η μητέρα μου είχε εξαρχής αντιπαθήσει τον κύριο Χαρίλαο, δάσκαλό μου στην τετάρτη δημοτικού. Ένα βράδυ, εκεί που καθόταν και κουβέντιαζε με τον πατέρα, την άκουσα να λέει:

-Πάω στοίχημα ότι είναι κομμουνιστής.

Την επομένη διαδόθηκε από στόμα σε στόμα ότι ο δάσκαλός μας είναι κομ-μουνιστής. Έγινε μεγάλο σούσουρο. Οι πιο ντροπαλές μαθήτριες τον κοίταζαν μαγκωμένες, οι πιο ξεπεταγμένες με νάζι. Τα αγόρια κρυβόταν πίσω από τις πόρτες και τα πεζούλια και τον κατασκόπευαν στα διαλείμματα. Κυρίως, όταν βάδιζε στο προαύλιο σε απόσταση αναπνοής από την κυρία Διονυσία, δασκάλα όμορφη και ανύπαντρη.  Σε κανένα μήνα, πάντως, το σούσουρο καταλάγιασε. Τίποτα δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τις φήμες, παρόλο που ο κύριος Χαρίλαος ήταν νέος και ομορφάντρας.

Ένα μεσημέρι, γυρίζω, θυμάμαι στο σπίτι και πηγαίνω γραμμή στο δωμάτιο.

-Δεν θα φας; μου φωνάζει η μητέρα μου.

-Έχω να γράψω την έκθεση που μας έβαλε ο δάσκαλος, της απαντάω με έξαψη. Τι θα ήθελες να ήσουν, αν δεν ήσουν αυτό που είσαι;

Η μητέρα μου γίνεται έξαλλη.

-Τα έλεγα εγώ, κάνει κοιτάζοντας τον πατέρα. Δεν φτάνει που τους λέει χίλια δυο άσχετα εν ώρα μαθήματος, αποφάσισε να  τους προκαλεί τώρα και υπαρξιακούς προβληματισμούς!

Εγώ δεν ξέρω τι είναι οι «υπαρξιακοί προβληματισμοί», αλλά ούτε και τολμώ να ρωτήσω. Η μητέρα μου συνεχίζει απευθυνόμενη στον πατέρα μου, που εκείνη τη στιγμή καταπίνει την τελευταία του μπουκιά.

-Είναι σαν να τους λέει πως θα μπορούσαν να είναι και κάτι άλλο, όχι απαραίτητα καλύτερο, αλλά σίγουρα διαφορετικό. Που πρέπει να το φανταστούν, να το βάλουν σε λέξεις και γιατί όχι να το κάνουν και πράξεις, αν τους καρφωθεί στο κεφάλι.

-Τα παραλές, την διακόπτει εκείνος. Ακόμη και αν φανταστεί κανείς ότι θα ήθελε να είναι δεκαοχτούρα, δεν σημαίνει ότι θα βγάλει φτερά να πετάξει.

Η μητέρα σηκώνεται και έρχεται προς εμένα, που εν τω μεταξύ έχω βγει από το δωμάτιό μου.

-Εγώ πιστεύω ότι δεν έχεις κανέναν λόγο να θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, μου λέει με στόμφο. Γιατί δεν γράφεις ότι εγώ θέλω να είμαι αυτό που είμαι και δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο από αυτό που ήδη είμαι, με προτρέπει.

Δυσκολεύομαι να την παρακολουθήσω. Αλλά δεν βρίσκω και τον λόγο να το κάνω, γιατί έχω ήδη σκεφτεί τι θα ήθελα να είμαι. Το αναπτύσσω το ίδιο μεσημέρι στο τετράδιό μου, χωρίς ενδοιασμούς. Την επομένη ανεβαίνω στον πίνακα και με το προσήκον σοβαρό ύφος το διαβάζω ενώπιον όλων.

-Εγώ θα ήθελα να είμαι μαγνήτης. Το κεφάλι μου θα ήθελα να είναι ο βόρειος πόλος και τα πόδια μου ο νότιος. Αν ήμουνα μαγνήτης θα στεκόμουνα σε κάποια απόσταση, ούτε πολύ μεγάλη ούτε πολύ μικρή, αλλά τόση όση θα χρειαζόταν για να έχω του χεριού μου, αυτούς που θα ήθελα να βρίσκονται μέσα στα όρια της δύναμής μου. Τα αγόρια που θα μου άρεσαν, θα τα μαγνήτιζα με το κεφάλι μου και θα τα τραβούσα κοντά μου με το έτσι θέλω. Την ξαδέρφη μου τη Ματούλα, που μπαίνει στο δωμάτιό μου και ψαχουλεύει όλα μου τα πράματα και τον θείο Βανδώρο που όλο μου λέει «άντε να βοηθήσεις τη μάνα σου στο σερβίρισμα», θα τους κρατούσα σε απόσταση με τα πόδια μου. Τις Κυριακές θα γινόμουνα μαγνητική βελόνα για να βρίσκει ο πατέρας μου τον δρόμο για το σπίτι του θείου Μίμη στο Παγκράτι και να σταματήσει η μητέρα μου να του λέει: «Πάλι χάθηκες; Δεν παρατάς την οδήγηση να παίρνουμε καλύτερα το λεωφορείο;» Αυτό θα ήθελα να είμαι και το ξέρω ότι δεν γίνεται, αλλά εδώ γράφουμε τι θα θέλαμε να είμαστε και όχι αυτό που είμαστε.»

-Το παράχεσες, μου λέει η κολλητή μου, μόλις κάθομαι δίπλα της.   Με την ίδια ευθύτητα με κρίνει ακόμη και σήμερα. Τις προάλλες που της γνώρισα τον τελευταίο μου γκόμενο, τον οποίο φάνηκε εξαρχής να αποστρέφεται, έσκυψε κοντά στο αυτί και μου ψιθύρισε: «Την ιστορία με τον μαγνήτη τη θυμάσαι;» Κουνάω καταφατικά το κεφάλι. «Πιο ταιριαστό θα ήταν να είχες γράψει για τον μαλακομαγνήτη.»

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

Δύο μικροδιηγήματα από την ενότητα Επ’ αφορμή

Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ

2012 –D’après le film «Les adieux à la reine» dε Benoît Jacquot

Ι

Έπειτα από κυνηγητό τριών ημερών, κατέληξε στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Όπου κανείς δεν είχε σκεφτεί να αντιπαραβάλει μια ακόμη συστοιχία έναντι της ήδη υπάρχουσας στη δυτική πτέρυγα. Έτσι το φως θα πολλαπλασιαζόταν εσαεί και ο βασιλιάς Ήλιος θα σκόρπιζε τύφλωση αφειδώς στους υψηλούς καλεσμένους. Αντ´ αυτού, δάνειο φως του απλού ήλιου εισέρχετο άπλετο από την τζαμαρία. Εκθαμβωτικό. Αλλά όχι εκτυφλωτικό.

ΙΙ

…αλλά να σταθεί εδώ, και να διαβάζει και για τη μαρκησία, την ανατρίχιαζε. Κι αυτή να τρίβει το γόνατό της στη μπερζέρα σα σκύλα, καβάλα στον οίστρο της. “-Αυτό το βιβλίο δεν έχει ακόμη γραφτεί! ” είπε δυνατά στον Λωτρεαμόν που ξεπρόβαλλε τσαλακωμένος μέσα από τις ποπλίνες της. Απ´ τη Βουλώνη ένα δροσερό αεράκι άρχισε να φέρνει την ξινίλα απ´ τα αγριολούλουδα ανακατεμένη με τη σκουριά του φρέσκου αίματος.

ΙΙΙ

Ως την ύστατη ώρα, τα μάτια σου να μην αγγίξουν το θάνατο, να σ´ αγαπώ και σαν κουκούλι να τυλιχτώ γύρω σου και μέσα σου, αράχνη τέμπλο τρεμάμενο στου πόθου τη φωτιά. Βασίλισσά μου.

IV

Χρόνια κύλησαν και τα μαλλιά, μια ανθισμένη χλόη άχυρα, ξέφτισαν στη γλώσσα του χιονιά. -Που είναι το χιόνι όμως; είπες. -Πάλι το άδειο δωμάτιο άνοιξες και τα ρούχα του μωρού, άδεια σακιά κι αυτά από καιρό.

Ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

2023 – D’après le film «Décision de partir» de Park – Chan Wook

Ακόμη κι η απλή ζωή μαζί σου είναι ένα πανηγύρι βεγγαλικών: χιλιάδες ρουκέτες εκτοξεύονται με κάθε πρωινό ξύπνημα. Κι ενώ ζούμε ξανά και ξανά μιαν αδιάκοπη βαρετή επανάληψη της κάθε μέρας, η ενοχική απόλαυση της παραβατικότητας φουσκώνει και κορώνει σαν μια μεταφυσική ιδέα που εξηγεί από τον πάγκο το νόημα των γηρατειών όπως και την αντίληψη του χρόνου ως ζεστού ρευστού που σταφιδιάζει το δέρμα λόγω υψηλής θερμοκρασίας. Ταυτόχρονα η συνείδηση αλείφεται στην ύπαρξη ώστε να μοιάζει σχεδόν αδιανόητη· μια ύπαρξη δίχως συνείδηση.  Έτσι ακυρώνεται εν τοις πράγμασι ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Λέμε καλημέρα. Έπειτα  χαμηλώνεις την ανάσα σου και την ταιριάζεις στην δική μου μέσα – έξω σαν ένα έμβολο που επιβραδύνει ελάχιστα κατά την είσοδό του στο λιπαντικό. Μένουμε εκεί κι αναπνέουμε αντάμα κι ο χρονισμός μας παράγει μιαν αυτοτέλεια και μία σιγουριά: της αλήθειας μας πού επικυριαρχεί πάνω στο παγκόσμιο, αέναο κι άχρονο ψεύδος. Κι είναι τούτο αρκετό για να εξασφαλίσει πώς τα πάντα θα συντηρούνται μέσα σε μία συνθήκη αειφορίας και στιβαρής βεβαιότητας όμως- εν τέλει- επίσης μία συνθήκη από το ίδιο υλικό που παρήγαγε κινήματα και τάσεις δίπλα στον φασισμό (καθώς η απόλυτη πεποίθηση του δικαίου συμπίπτει συχνά με το απόλυτο άδικο.) Κι έτσι απόλυτα ερωτευμένοι αισθανόμαστε έτοιμοι για τους φόνους που σύντομα θα ακολουθήσουν.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου