Γεωργία Βεληβασάκη
«Κύματι θαλάσσης»
Δεν ήταν η παραλία που άφριζε, ούτε τα σύννεφα τα καταθλιπτικά στον ουρανό, ούτε καν που άστραφτε και βρόνταγε και αντάρευε η θάλασσα πίσσα κατάμαυρη και ορμούσε σαν θεριό κατά πάνω στ’ αρμυρίκια μ’ έναν συριγμό φιδιού ναφθενικού, λεχώνα σκύλα φουρκισμένη. Δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά που έκανε την κυρία Στελλίνα να το βάλει στα πόδια σαν κυνηγημένη. Ήταν που είδε από μακριά τον παπα-Κώστα, που κακό χρόνο να ’χει, αυτόν τον στραβοπόδαρο, γρουσούζη, Κουασιμόδο, να χοροπηδάει μέσα στ’ άγρια νερά, ανάλαφρος κι αέρινος, σαν την Εσμεράλδα στο Παρίσι, θου Κύριε, και να χειρονομεί στα κύματα με τον σταυρό ψηλά στο δεξί χέρι και την αγιαστούρα στο αριστερό και να ξορκίζει τα υπερκόσμια και να ψέλνει φωναχτά το «Κύματι θαλάσσης, τὸν κρύψαντα πάλαι, διώκτην τύραννον, ὑπὸ γῆς ἔκρυψαν, τῶν σεσωσμένων οἱ Παῖδες, ἀλλ’ ἡμεῖς ὡς αἱ Νεάνιδες, τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν». Ανέμιζε το μαύρο του φουστάνι ως «νεανίς», θου Κύριε, και την αγριοκοίταζε τώρα την κυρία Στελλίνα, με τα θολωμένα του μάτια, τα παπαδίστικα και της έγνεφε να φύγει, να τον αφήσει ήσυχο με τον θεό. Σαν να ήθελε, λέει, να κατευνάσει την κοσμοχαλασιά με μαγγανείες και προσευχές και κατάδεσμους, που κακό χρόνο να ’χει, και ήταν η μοίρα της να βρεθεί μπροστά του, εκείνη την ώρα την καταραμένη, η κυρία Στελλίνα, μια πρώτης τάξεως κυρία, συνετή και πρακτική σε όλα της και με μιαν αγάπη για τη θάλασσα φαρμακωμένη, που την έφερνε συχνά τα μεσημέρια σ’ εκείνη την παραλία να μαζεύει πέτρες «εν κύματι», να τις πηγαίνει μετά στο μνήμα του άντρα της του αδικοχαμένου, ως δωρεά της θάλασσας που τη λάτρευε και τον κατάπιε. Ήταν η μοίρα της να βρεθεί, σήμερα το μεσημέρι, ημέρα Πέμπτη, της Οσίας Γενεβιέβης εκ Παρισίων, η κυρία Στελλίνα, μέσα στο οπτικό πεδίο του παπα-Κώστα κι αυτά τα μάτια του τα γλωσσοφάγα, τα κορακίσια, σαν φτηνά κινέζικα κουμπιά για ρόμπα γεροντίστικη, να την κοιτάξουν λυσσασμένα και απαξιωτικά. Και πώς της θύμισαν τη νονά της την καντηλανάφτισσα που την αβάσκαινε όσο να μεγαλώσει και όλο η μάνα της να την ξεματιάζει, στα όρη στα κακά βουνά! και να φτύνει τον κόρφο της.
Έτρεχε η κυρία Στελλίνα να ξεφύγει από το κακό συναπάντημα με τον εξαποδώ, διέσχισε τον κεντρικό δρόμο, έστριψε στο αποπάνω στενό, πέρασε μέσα από τη λαϊκή αγορά, σκουντουφλώντας και βρίζοντας, η κυρία Στελλίνα, σπρώχνοντας και βλαστημώντας, θου Κύριε. Πήγαινε φουριόζα η κυρία Στελλίνα με τα μαύρα της παπουτσάκια τύπου μοκασίνια, που τις είχε αγοράσει η εγγονούλα της από το ίντερνετ, με το φορεματάκι της το όβερ σίξτι τρεντ, το κομψό και πένθιμο, που φορούσε όταν κατέβαινε στην παραλία –γιατί όλο και κανένα κουμκανάκι κανόνιζε μετά με τις φιλενάδες της, χήρα γυναίκα τι να κάνει;–, με τις χοντρές γαμπίτσες της και τα αρθριτικά της, εβδομήντα τριών χρονών, όσο να πεις. Έφτανε τώρα στον δρόμο για το σπίτι της, που εδώ και μήνες τον έξυναν και τον παίδευαν κάτι κρανοφορούντες εργάτες του δημοσίου με φωσφοριζέ γιλέκα, που κακό χρόνο να ’χουνε κι αυτοί, γιατί το έργο δεν τέλειωνε κι ας πλήρωνε αυτή ανελλιπώς τις εισφορές της από τη σύνταξη του άντρα της του συχωρεμένου.
Και να την τώρα ξαπλωτή, την κυρία Στελλίνα μας, φαρδιά πλατιά, ιξώδη, ρυπαρή και λιγδιασμένη, κατάμαυρη σαν αρχιδιάβολος της Κολάσεως και γύρω της κανένα χέρι να τη βοηθήσει να σηκωθεί απ’ τη ζεστή πισσάσφαλτο, που σήμερα, ημέρα Πέμπτη της Οσίας Γενεβιέβης εκ Παρισίων, δεήθηκε το ανεπρόκοπο συνεργείο του Δήμου ν’ αρχίσει να επιστρώνει. Και γλίστρησε το ποδαράκι της κυρίας Στελλίνας και ξέφυγε από το πεζοδρόμιο και πήρε την κάτω βόλτα και δίπλωσαν τα γονατάκια της και σωριάστηκε αυτή φαρδιά πλατιά, όλως τυχαίως, δεν θα το πιστέψετε, μπροστά ακριβώς από την καταραμένη εξώπορτα του παπα-Κώστα.
Η κυρία Στελλίνα οριζοντιωμένη τ’ ανάσκελα, κοιτάζει τώρα τον γκρίζο ουρανό που απλώνεται από πάνω της σε τέλεια θέα. Έχει τα μάτια της ανοιχτά και γουρλωμένα. Νιώθει τη μαλακή πισσάσφαλτο να βάφει το κρανίο της, να κολλά στα μαλλιά της του κομμωτηρίου, να εισχωρεί στα κύτταρά της τα πεντακάθαρα και μια οσμή ναφθενική να αναδύεται από τη σάρκα της και να κατακάθεται στο λαρύγγι της και να την πνίγει, φωταέριο και λιθάνθρακες γιομάτη η μύτη και τ’ αφτιά της. Και φαντάζεται τη μετά θάνατον ζωή, η κυρία Στελλίνα, κι αρχίζει τους υπολογισμούς και τα σταυροκοπήματα και πού αμάρτησε και τι δεν έκανε που θα έπρεπε να είχε κάνει και ποιον κακολόγησε και ποιον αδίκησε και ποια τα χρωστούμενά της εις τους αιώνας των αιώνων. Μια σταγόνα έσταξε από τον ουρανό και τη φίλησε στο μέτωπο σαν να ήταν πεθαμένη. Πήρε να βρέχει παπάδες. Της ήρθε τότε στο μυαλό το «κύματι θαλάσσης» του παπα-Κώστα κι άρχισε να το σισυρίζει ανάμεσα απ’ τα δόντια της και να το λιβανίζει. Και σκέφτηκε η κυρία Στελλίνα μας πως το συνεργείο του Δήμου θα έχει από ώρα φύγει κι ούτε ένας γείτονας τριγύρω μεσημεριάτικα ή έστω ένας περαστικός να τη σηκώσει από την πίσσα. Κι αυτός ο ευλογημένος, ο άγιος άνθρωπος, που ο θεός να τον έχει καλά και να τον προστατεύει από το κακό μάτι το ελεεινό, ο παπα-Κώστας, ακόμη να φανεί.