Μαρία Βέρρου
Γραμμές και σχήματα
Ο καθένας σπίτι μας είχε τον χώρο του. Εγώ το δωμάτιό μου, η μαμά την κουζίνα της κι ο μπαμπάς το ατελιέ του. Ο μπαμπάς όμως, εκτός από το ατελιέ, είχε καταλάβει και σχεδόν όλους τους τοίχους του σπιτιού μας με τους πίνακές του. Η μαμά παραπονιόταν λίγο, όχι γιατί ο μπαμπάς είχε τον περισσότερο χώρο απ’ όλους αλλά γιατί οι πίνακες ήταν πολλοί και της δημιουργούσαν πρόβλημα στο ξεσκόνισμα. Πάντως ήταν περήφανη γι αυτόν. Έλεγε ότι ήταν σπουδαίος ζωγράφος, ότι είχε φοιτήσει σε μία μεγάλη σχολή κι ότι κάποτε αυτοί θα μας έκαναν πλούσιους. Έτσι θα πηγαίναμε σε μεγαλύτερο σπίτι, εγώ θα είχα μεγαλύτερο δωμάτιο κι η μαμά μεγαλύτερη κουζίνα. Οι πίνακες του μπαμπά μου άρεσαν πολύ, γιατί έδειχναν ωραίους τόπους αλλά και κάτι ανθρωπάκια τόσα δα που μου ’μοιαζαν, σαν να ’ταν αδέρφια μου. Ένας όμως πίνακας ήταν διαφορετικός. Κρεμασμένος στον κεντρικό τοίχο του ατελιέ, ακριβώς απέναντι από την πόρτα, είχε πάνω του ζωγραφισμένες μόνο γραμμές που σχημάτιζαν μεταξύ τους διάφορα σχήματα, πολύ ακαταλαβίστικα, γύρω από μία κεντρική γραμμή, μία μισή καμπύλη, έτσι μου την είπε ο μπαμπάς. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν καλλιγραφίες με τ’ όνομα του όπως στο απολυτήριο του σχολείου. Όταν όμως τον ρώτησα, μου απάντησε ότι εκείνος δεν είχε πάρει το δίπλωμά του γιατί τον είχαν φάει οι καμπύλες και μου έδειχνε εκείνη την μισή που βρισκόταν στη μέση του πίνακα· μα δεν είναι η πιο όμορφη απ’ όλες; έλεγε κι ακουμπούσε απαλά το δάχτυλό του πάνω της.
Ένα βράδυ που έβρεχε πολύ, είχα πέσει νωρίς για ύπνο αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στο σπίτι ήταν σκοτεινά. Μόνο στο ατελιέ υπήρχε φως. Με βήματα δισταχτικά πλησίασα στην πόρτα και τότε είδα τον μπαμπά να χαϊδεύει τον πισινό της μαμάς και μετά να χαϊδεύει το στήθος της και να της λέει τι ωραίες καμπύλες που έχεις μωρό μου, τι ωραίες καμπύλες που έχεις! Γύρισα γρήγορα στο δωμάτιο μου και σκεπάστηκα μέχρι πάνω.
Πέρασε κάμποσος καιρός όταν μια μέρα είδα ότι η κοιλιά της μαμάς σχημάτιζε μία μεγάλη καμπύλη. Ανησύχησα κι έτρεξα στο ατελιέ. Εκεί με περίμενε μία έκπληξη· στον πίνακα δεν υπήρχε πια καμπύλη. Στη θέση της βρισκόταν ένας ολοστρόγγυλος μεγάλος κύκλος. Ρώτησα τον μπαμπά, γιατί τον χάλασες τον πίνακα; Δεν τον χάλασα μικρέ, απλώς τον ολοκλήρωσα, μου είπε.
Όταν γεννήθηκε η αδερφή μου, ο μπαμπάς μού ψιθύρισε κάποια μέρα κρυφά στ’ αυτί: είδες πόση ομορφιά κρύβεται στις καμπύλες μικρέ μου;