Ελευθερία Παραγιουδάκη
Εξομολόγηση (Μητέρα- Πόρνη- Παναγιά)
-Σιχάθηκα τον τρόπο του. Παράλυτη στην παραβίαση του με σαλεμένο λογικό, άκουσα τα βήματά του να φτάνουν στο κατώφλι μου.
Με τη γλώσσα στο φάρυγγα και ακατοίκητο κορμί, κουφάρι καταραμένο της σιχασιάς μου, στο παραπέντε να πηδήξω, έφτασα συχνά, δίνοντας τέλος σε ζωή ανώφελη.
Να κατεβάσω μονοκοπανιά τα υπνωτικά που μου ’δωσε o τρελλογιατρός, για να ησυχάζω λίγο τις νύχτες. Κάθε μέρα, κάθε-κάθε μέρα σκεφτόμουν πως μου άξιζε. Κάθε -κάθε μέρα έλεγα στον εαυτό μου:
-Φαίδρα είσαι μια άχρηστη, μια πουτάνα, σου αξίζει το φέρσιμό του! Νόμισμα που ταιριάζει, στης σάπιας σου ζωής το χρηματιστήριο.
Μη μιλάς! Μη κουνιέσαι! Μην ανασαίνεις! Γίνε διάφανη ή τράβα στη θανή σου!
Όσο υπάρχεις σε βλέπει κι όσο σε βλέπει, θα πεθαίνεις!
Στον καθρέφτη μου μπροστά, μετά την κατάρα του έρωτά του, σαν χορτάτος με παρατούσε κατασπαραγμένη λεία για του σπιτιού του το καταφύγιο και την “ιερή” του οικογένεια. Έβλεπα το ναυάγιο του κορμιού μου και την δύση στα μάτια μου. Ναυάγιο, ναυάγιο ! Μόνον αυτό. Ήθελα να ξαπλώσω στο χώμα και μαγικά να χωθώ μέσα του, να με προστατέψει. Να γίνω σκόνη, λυτρωμένη απ’ το μαρτύριο.
Μια μέρα πριν πάω στον ψυχίατρο, ήρθε το πρωί, μόλις δύο ‘μερών ξέμπαρκος τον περίμενα, σαν φύλλο τρεμάμενο. Πριν ακόμα διαβεί την πόρτα, απ’το κατώφλι, δάγκωσε τα χείλη μου.
Πεθυμιά του το αίμα μου.
Έτρεμα! Απούσα η ηδονή κι η νοσταλγία του, μα εκεί, ο φόβος κι η αηδία με εμένα αποδέκτη.
Αφέθηκα να με πετάξει στο κρεβάτι, χωρίς κανέναν σεβασμό. Άθυρμα !
Άνοιξε τις θύρες μου χωρίς αντίσταση.
-Πουτάνα ! Βρυχήθηκε και χύθηκε στο κορμί μου, αρπάγη στην τροφή του.
Μιλούσε ακατάπαυστα. Αγριάδα και γλύκα μπερδεμένες μες του μυαλού του την τρικυμία, σα να ’χε κι ο ίδιος αποτρελαθεί.
Το παραλήρημα του, σαν κάθε φορά απαράλλαχτο:
-Η διχοτόμηση της Φαίδρας! Έτσι να ονοματίσεις το επόμενο έργο σου. Και θα μιλάς για μας τους καψούρηδες για πάρτη σου, που ξαναγεννιόμαστε στα σκέλια σου ανάμεσα.
Με μάτια τρελού, πυρετικά, έδωσε στάση στο κορμί μου συνήθειο του, από γυναίκες μουσουλμάνες των λιμανιών, την ισορροπία της φύσης μου να συλήσει.
-Τόσα λιμάνια, τόσες πόρνες! Σαν κι εσένα, καμιά δεν υπάρχει!
Ο ζωώδης και διεστραμμένος τρόπος του, με έκοψε στα δυο. Η μόνη βεβαιότητα, ο άφατος πόνος, μου θύμισε πως είμαι ακόμα ζωντανή.
Με φαγωμένη γλώσσα και στο μυαλό την υπακοή, αντίσταση καμιά να μην του φέρω, έμεινα παγωμένη. Να μην πονάω, να είμαι υπάκουη, να μην αντιστέκομαι, να μη μιλάω, να μη μου δίνει σημασία. Να μην πονάω. Να μη πονάω! Να μη πονάωωωω!
Το βράδυ βγήκα στην πίσω αυλή και ξάπλωσα στο χώμα. Κουκουλώθηκα σκόνες και χώματα κι άγια λάσπη κι έβαλα σκουλήκια και μιαρά να φυλάν τον ύπνο μου.
Σα να ’νοιωσα μεγαλύτερη συγγένεια με δαύτα. Πιο τίμια μου φάνηκαν, πιο αυθεντικά. Κι ύστερα ζουλώντας και σκάβοντας τη γης κάτω απ’ την κοιλιά μου, σκέφτηκα, πως θα μεταφερθώ, στα Ηλύσια πεδία, στις νήσους των Μακάρων, στον Παράδεισο των χριστιανών με τους αγγέλους, ή σ’ εκείνο τον τούρκικο παράδοξο, με τα πιλάφια. Στα χέρια του δε μένω. Πήρα απόφαση!
Ξημερώματα με βρήκε η Κική και με το ζόρι στον ψυχίατρο, μου ετοίμασε επίσκεψη. -Σταμάτα! Όλα γίνονται, με ενθάρρυνε, πληρώνοντας εξέταση και φάρμακα, για συμπαράσταση μου. Μού ’χε πετάξει εκείνος ένα πεντακοσάρικό στο κομοδίνο, δεν τ’ άγγιξα αυτά τα λεφτά, δε τ’ άγγιξα. Τίποτα δικό του! Απόφασή μου η πείνα, παρά οτιδήποτε δικό του. Έτσι ξεκίνησε η σκλαβιά μου.
Μικρό κορίτσι με βρήκε, ο πρώτος που ’κανα έρωτα. Έτσι νόμιζα πως είναι ο έρωτας!
Κι αν αυτό είναι το κέρασμά του, ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου. Σπίτι, ρούχα, φαγητό, λογαριασμοί στην ευθύνη του, κι εγώ μία ευθύνη:
Ν’ ανοίγω τα πόδια !Σιχάθηκα τέτοιας ζωής μαρτύριο. Σήμερα, υπάρχει λόγος εξομολόγησης. Κάποιος να ξέρει!
Δεν πρόλαβα να τελειώσω το βιβλίο μου. Πόσο αποζητώ ηρεμία, ξεκούραση ! Γι’ αυτό ήρθα κοντά σου κι αν δε με δεχτείς εσύ, θα βρω άλλο τρόπο ! Θέλω ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου, ν’ αντικρίσω το σώμα μου χωρίς αποστροφή.
Εγώ με σιχαίνομαι. Με σιχαίνομαι!
Θέλω επιτέλους να μιλήσω! Να μιλήσω.
Αυτή η σιωπή! Η σιωπή. Σιωπή!
Μια αιφνίδια ζάλη την υποχρέωσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της.Μια σκιά χοροπήδησε στο τοίχο, σαν μαριονέτα απ’ τα φώτα των διερχόμενων αυτοκινήτων.
-Έλα μάνα κι άργησες σήμερα.
Μυρωδιά από λιβάνι και κοκκινιστό χτύπησε τα ρουθούνια της.-Η Κική μαγειρεύει του Φώτη, σκέφτηκε.
Νύχτα, κι ο Κωστάκης των νεανικών της χρόνων σ’ εκείνο το μοναδικό μπλουζ, στο πρώτο της πάρτι.
-Πόσο ήμουνα άραγε; Δεκαπέντε.
Αξημέρωτα η Κική, φύλακας άγγελος, με το αντικλείδι της, άνοιξε στο όργανο της τάξης.
Η Φαίδρα από ώρες νεκρή στο κρεβάτι , με ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά της, να στολίζουν πρόσωπο, ίδιο φεγγάρι βασιλεμένο.
Στο μικρό τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο, στέκει μνημόσυνο μιά φωτογραφία της μάνας της, με το τρεμάμενο καντήλι να καίει ακόμα.
Ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, άδειο από μπαταρίες, το κενό κουτί με τα ηρεμιστικά και του καναρινιού της η φυλακή, με πόρτα ορθάνοιχτη, να χάσκει στο κενό.
Μαρτυρία ομαδικής δραπέτευσης.
Το βλέμμα της μοναδικής φίλης της, ραντάρ, επόπτευσε στα γρήγορα τον χώρο.
Τράβηξε τις μπούκλες από τα μάτια της νεκρής και δίνοντας της ύστερο φιλί αποχαιρετισμού, άνοιξε την πόρτα:
-Πέταξε το πουλί, είπε.
Και βγήκε στην αυλή κλαίγοντας