Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Μαρία Μαραγκουδάκη

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Μαρία Μαραγκουδάκη

Μια μικρή Ελένη

Πέθανε λίγες μέρες μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Γεννήθηκε τη χρονιά που πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το πρώτο που θυμόταν ήταν πως γεννήθηκε κατά λάθος. Μάταια παρακαλούσαν ο Θεός να λυπηθεί το μωρό και να το πάρει. Ήταν το μικρότερο παιδί, το τρίτο για τη μάνα της και το έβδομο για τον πατέρα της. Τη βάφτισαν Ελένη. Και  γεννήθηκε στο μεσαίο χωριό. Το χωριό δεν είχε δικό του όνομα. Ήταν πάντα το μεσαίο, ανάμεσα στο κάτω και το πάνω χωριό.

Τώρα έχει απομείνει ένας δυτικός τοίχος, μισογκρεμισμένος κι αυτός, κρυμμένος ανάμεσα σε τρεις τεράστιες, σε όγκο και ύψος, συκιές. Τα σύκα πέφτουν, σφήκες κάνουν κύκλους για το μέλι τους. Πουκάμισα φιδιών ξεραίνονται πάνω σε πέτρες σκεπασμένες με φύλλα. Τα αγκωνάρια στη βορειοδυτική γωνιά, ξεπροβάλλουν στο πλάι σαν αραιά γιγαντιαία δόντια κιτρινισμένα από την απλυσιά, σ’ ένα καταπράσινο και ολοζώντανο φόντο.

Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.

Σήκω Ελένη κλείσε τα μάτια σου και πιάσε όποια θες.

Οι μικρές Ελένες στο μεσαίο χωριό δεν έπαιζαν, ούτε είχαν χρόνο, ούτε είχαν φιλενάδες. Δεν υπήρξαν ποτέ «μικρές». Δεν πήγαιναν σχολείο. Πήγαιναν τις αίγες να βοσκήσουν. Έκλεβαν μανταρίνια, σύκα, σταφύλια, ντομάτες, αγγουράκια, κολοκύθια, έκλεβαν…Έφερναν νερό από την πηγή. Κένταγαν τα βράδια ή ύφαιναν την προίκα τους κι έλεγαν ιστορίες για βασιλιάδες, για  βεζύρηδες, για φανταξά. Πέθαιναν από τύφο, από κακό σπυρί, από πνευμονία, πέθαιναν στις γέννες, πέθαιναν στις εγκυμοσύνες, πέθαιναν…πέθαιναν… πέθαιναν κι από ζήλια, κι από γέλια, κι από κακία, κι από καλοσύνη, κι από γλωσσοφαγιά. Μία απ’ αυτές πέθανε από αυγό, το κατάπιε ολόκληρο για να μην τη δει να τρώει ο αρραβωνιαστικός που ερχόταν. Μια άλλη, δαχτυλοδεικτούμενη, αυτοκτόνησε από έρωτα.

Οι μικρές Ελένες στο μεσαίο χωριό με το κρατς έσφαζαν την όρνιθα ή το κουνέλι όταν υπήρχε μουσαφίρης στο σπίτι, χόρευαν στους γάμους και στα πανηγύρια, μάζευαν ξύλα για το χειμώνα κι έβαζαν τις γάτες κάτω από τα σκεπάσματα να ζεστάνουν τα παγωμένα τους πόδια τα κρύα βράδια, γνώριζαν την ώρα από το μήκος του ίσκιου τους και ήξεραν τι καιρό θα έχει αύριο από την άλω της σελήνης, έφτιαχναν από το λάδι σαπούνι και πλενόταν στη σκάφη μόνο για να πάνε στην εκκλησία, τις καθημερινές μύριζαν ιδρωτίλα και γάλα. Έκλαιγαν γλυκά τους νεκρούς τους τα Σαββατόβραδα πηγαίνοντας στο νεκροταφείο.

Οι μικρές Ελένες στο μεσαίο χωριό θρήνησαν, μοιρολόγησαν, τραβούσαν τα μαλλιά για να τα ξεριζώσουν, μάτωσαν τα μάγουλα τους από τα τσαγκρουνίσματα με τα νύχια όταν δεν γύρισαν τ’ αδέρφια και οι γιοι τους από το Αλβανικό μέτωπο. Ακόμη περισσότερο θρήνησαν και μίσησαν χωρίς επιστροφή όταν άφηναν στο κατώφλι τους γιους τους αποκεφαλισμένους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

Οι μικρές Ελένες στο μεσαίο χωριό, μέσα σε λίγες μέρες, γέρασαν, φόρεσαν σφιχτά και με πείσμα τα μαύρα τσεμπέρια, έκλεισαν τα παράθυρα, τα σφράγισαν και, όσες δεν έφυγαν, περίμεναν να πεθάνουν.

Οι ρογδιές, οι λεμονιές, ανθίζουν εκεί κάθε Άνοιξη. Κανείς δε απλώνει χέρι να μαζέψει ρόγδια, λεμόνια ή σύκα στο μεσαίο χωριό. Που να σταματάς τώρα το αυτοκίνητο…  

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου