Φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα
είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δέντρων
πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια
ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα
είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων
και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα
δεν είχα γονείς ούτε ιστορία
θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε
και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα.
Σε είδα ξαφνικά ψηλό και ακίνητο
στην μέση εκεί του πουθενά
να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια.
Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σουκαι η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο
Το ήξερα πως ήταν από τυρί. Μαλακό τυρί με τρύπες. Βέβαια εγώ δεν ήμουν
ποντίκι, αλλά όπως έλεγε η μητέρα φανατική τυροφάγος, έτσι, σιγά σιγά θα
ροκάνιζα όλο το παρελθόν μου. Το πείραμα ήταν το εξής. Έπαιρναν μια παιδική
φωτογραφία για παράδειγμα μ’ εμένα στην αγκαλιά του μπαμπά μου και την
τοποθετούσαν με photoshop πάνω στο φεγγάρι, στην συνέχεια σου την έδειχναν
κι εσύ υπέθετες πρώτον ότι είχες έναν μπαμπά που δεν φοβόταν την σωματική
επαφή, δεύτερον ότι είχες έναν μπαμπά και τρίτον ότι εσύ με τον μπαμπά σου
αγκαλιά είχατε βρεθεί κάποτε στο φεγγάρι. Εγώ όπως πάντα ανταποκρίθηκα
θετικά στο πείραμα των ψυχολόγων, ίσως γιατί είμαι ένα μαλακό τυρί με τρύπες
από τότε που μας εγκατέλειψε η μητέρα. Η μνήμη, όπως και το τυρί,
αλλοιώνεται εύκολα, λεν οι ψυχολόγοι. Μπορείς να παραποιήσεις τις
αναμνήσεις, να ξαναγράψεις από την αρχή τον ουρανό. Έτσι θυμήθηκα με κάθε
λεπτομέρεια. Εμένα και τον μπαμπά μου στο φεγγάρι. Αγκαλιά. Ο μπαμπάς μου
μύριζε στρατιωτική στολή. Βουλιάζαμε συνέχεια και το σεληνιακό έδαφος μας
απορροφούσε. Τα δυο σώματά μας αγκαλιά σχημάτιζαν ένα ολοστρόγγυλο
φεγγάρι. Είπαμε να παραποιήσεις τις αναμνήσεις, είπε ο ψυχολόγος, όχι όμως
και τόσο πολύ. Εσύ προσποιείσαι αγάπη.
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
Τίποτε δεν είναι πραγματικά καινούργιο.
Μήπως από παλιά δεν συνέλεγαν οι άνθρωποι το Χρόνο
σε ξύλινα βαρέλια που είχαν μία τρύπα στον πάτο,
κι όταν έσμιγαν στο δάσος
οι φλέβες τους δεν σχημάτιζαν
πεταλούδες στους καρπούς;
Και όταν έθαβαν τα παιδιά τους,
δεν έβαφαν μαύρο το χώμα
κι έσπαζαν το νερό μες στο πηγάδι
για να μην αντανακλά το πρόσωπο του Καβαλάρη;
Και όταν χώριζαν,
δεν έριχναν στη θάλασσα
τα πήλινα ομοιώματα των αγαπημένων
βαμμένα μπλε για να μη ξεχωρίζουν στο βυθό;
Και όταν τους πρόδιδαν οι φίλοι
δεν χαράκωναν την αριστερή παλάμη
και πασάλειβαν το μισό τους πρόσωπο με αίμα
αφού είχαν χάσει τον άλλο εαυτό.
Όλα είναι παλιά κι έχουν συμβεί ξανά.
Αυτό που εσύ αποκαλείς πόνο
είναι μόνο ένα παλιό λαγήνι
γεμάτο από στιγμές
που συστρέφονται με αγωνία
και τρώνε την ουρά τους.
Γι’ αυτό όταν μου λες πρώτη φορά
εγώ ακούω πάλι.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, η πρόσφατη από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «η γυμνή μοναξιά του ποιητή όμικρον», δύο μυθιστορήματα και δύο θεατρικά. Η ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» εκδόσεις Γαβριηλίδη 2016, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με μεταφρασμένα ποιήματα της στα Ισπανικά από τον Jose Antonio Moreno Jurado από τις εκδόσεις Ροδόδεντρο. Συμμετείχε σε ξένες και ελληνικές ανθολογίες. Αντιπρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.