Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Culture Book»

7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιητές και ποιήτριες που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.
Οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες για τον μήνα Σεπτέμβριο είναι: Ελένη Δεληβοριά, Ειρήνη Ιωαννίδου, Χρήστος Κατρούτσος, Δημήτρης Κοσμόπουλος,
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, Χρύσα Παπαδημητρίου, Βασίλης Ρούβαλης, Ἀλέκος Ε. Φλωράκης.
Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 

Ελένη Δεληβοριά

Πέντε κουμπιά

Πέντε κουμπιά λείπουν απ’ το φουστάνι της
Πέντε κουμπιά που σκέπαζαν
του κορμιού της τα πιο ποθητά σημεία.
Την ώρα που η λαχτάρα του χεριού του
ξήλωνε απ’ το φουστάνι τα κουμπιά
ξήλωνε και ό,τι χώριζε
τη σάρκα του απ’ τη σάρκα της.

Χρόνια περίμεναν να έρθει η στιγμή
μα πέντε κουμπιά
έγιναν σε μια στιγμή αιώνες.
Ποιος θα άφηνε λίγες κλωστές
να πλέξουν φυλακές
ανάμεσα στα στήθη του
κι εκείνης που ποθεί;

Πέντε κουμπιά μπλέχτηκαν
ανάμεσα στους αναστεναγμούς τους
και χάθηκαν σαν Ατλαντίδες
στους ωκεανούς τους.

Πέντε κουμπιά λείπουν απ’ το φουστάνι της
που τώρα κρέμεται από μια μοναχική κρεμάστρα
να ανεμίζει απουσίες στο δωμάτιο·
να ανεμίζει απουσίες στην καρδιά της…

§

Ειρήνη Ιωαννίδου

ΞΥΛΙΝΗ ΓΟΡΓΟΝΑ

Φιλάνθρωποι πάντα οι θεοί
– στις προσφορές αδέκαστοι –
χρυσόμαλλο ορέγονται κριάρι.

Ανάβουν τους πυρσούς oι ναυτικοί
o άνεμος σουρώνει στα μπουγάζια
στην πλώρη ”πρόσω ολοταχώς” ακούγεται.

Την ξύλινη βυζαίνουνε γοργόνα
κι αυτή όπως βυθίζεται
τους πνίγει μες το μαύρο της το γάλα.

Για εκείνη την στεριά που απόμεινε
μια Σκύλα και μια Χάρυβδη
– αχ περιστέρι μου –
τα ρέστα πάντα θα ζητάνε.

Φιλάνθρωποι σου λέω οι θεοί
μας δείχνουνε στον χάρτη τα φεγγάρια.

§

 

 

Χρήστος Κατρούτσος

 

Καθόταν με σιωπές που φλέγονταν

Απ’ τα πυρακτωμένα σύννεφα της μοναξιάς του

Ξάφνου, χτυπά λαχανιασμένα το κουδούνι,

Στην πόρτα έστεκε το μεσημέρι και είπε

«Συγγνώμη, μπορώ να ξαποστάσω;

Με κούρασε η απειλή

Πως η συνήθεια τη ζωή θα ξεπερνά»

Ο άνθρωπος κλείνει τα παράθυρα

Και το αφήνει στο δωμάτιο.

Το φως έβγαινε απ’ τις τρυπίτσες των παράθυρων,

Θαρρετά που βγαίναν οι ακτίνες,

Το ταπεινό

Σπίτι έμοιαζε φωτοβόλος αχινός

Κάποιοι περαστικοί υπνοβατώντας

Από τις τρύπες που ‘χαν ανοίξει στο μυαλό

Υποχρεώσεις αιχμηρές στον ύπνο τους

Τον πάτησαν.

§

Δημήτρης Κοσμόπουλος

ΚΑΦΦΕΝΕΙΟΝ, Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ι


Τα δέντρα ετούτα εγώ τα φόρεσα χιλιάδες χρόνια
Κάτω απ΄το δέρμα μου κλώνο τον κλώνο μεγαλώσαν
Οι ρίζες τους σμίξανε με τις φλέβες μου. Στ΄ αλώνια
Των ματιών μου ίσκιων κύματα, πουλιά απλώσαν.

Να μην μιλάς γι΄ αυτές τις θάλασσες του νότου
Για του Θεού την σμαραγδένια γλώσσα στους ανθρώπους,
Γιατί σκάβουν τα οστά μου ασίγαστα με τον ρυθμό τους
Και του πυθμένα τους τα μυστικά μ΄ ανάψαν σ΄ άλλους τρόπους.

Γι αυτό σου λέω, άγριο ελάφι μου της Πύλου
Έρχομαι πάντα καλοκαίρι και τα δέντρα μου φυτεύω
Στην ίδια θέση και στην ίδια στάση. Στον ρυθμό του ξύλου
Απ΄ την σιωπή τους λόγια θερισμένα όλο παιδεύω.

Μα δεν περνούνε στις θαλασσινές διάφανες πλάκες
Κι όλο μου σβήνει το νερό λέξεις κι εικόνες
Κι όπως μαλώνω με την Μάνα μου την θάλασσα, ατάκες
πως είμαι νούμερο, πετούν των καφενέδων οι θαμώνες.

                   ΙΙ

Θρύβονται γύρω τα βουνά, οι γραμμές τους λυώνουν
στον πόθο κολυμπώντας του φωτός, κοίτα! Μαβίζει
νερό μιας θάλασσας αόρατης κι ακούγεται να συλλαβίζει
ο τόπος άναυδος, όπως παιδί: «οι αλήθειες μας τελειώνουν.»

Εσύ είσαι μές στην άλλη θάλασσα κι είσαι ένα ψέμμα
Με τα νερά της ως τα κόκκαλά σου σε μυρώνει
στο μεσημέρι το λαμπρό σού κυανίζει το αίμα
χτυπά η κρυστάλλινη καμπάνα της σιωπής και σε λυτρώνει.

Βγαίνεις στην άμμο. Περπατάς. Οι καλαμιές ασπαίρουν
κατάγυμνες σε απόλυτη διαφάνεια, άσπιλη τόσο
να μην χωράει την μελανή σου σκιά, τους βράχους να υποφέρουν
Μαύρα απομεινάρια της αλήθειας που έχω να σου δώσω.

                ΙΙΙ

[Νεοπτόλεμος]

Σ΄ είδανε πάλι στο καυτό λιοπύρι
Την άμμο να κοιτάζεις πόντο-πόντο.
Στα γένεια σου αρχίζουν πανηγύρι
Στάλες και φύκια, δώρα των απόντων.

Γυμνό το πανωκόρμι σου στο άγριο φως
Δέρμα του ζαρκαδιού στα πέδιλά σου.
Τρελλός για δέσιμο εγγράφεσαι σαφώς,
Ο κόσμος σου φωνάζει: «βρέ! Φυλάξου,

Τι τρέχεις μές στην πύρα και στα μεσημέρια
Και κάθε τόσο ρίχνεις στο σακκούλι
Τις πεταλίδες και τις λες αστέρια;»

Αλλά, Κυρά μου, οι φτωχοί σου δούλοι
Στο άγγιγμα από τα δικά σου χέρια
Στην άμμο βρίσκουν ουρανό κι αστέρια.

          ΧΧΙΙΙ

[ Κοσμάς Ιερομόναχος νύχτα της 23ης προς
            24η Αυγούστου1779, πριν την κρεμάλα]

Καιρός του σιωπάν. Πώς τρώει το ξύλο το σαράκι,
Ετσι τα σωθικά μου τα ροκάνισε η αγάπη σου κι η δίψα
Με τους σκλάβους αδελφούς μου να την μοιραστώ. Ράκη
Των άστρων στον βαθυκάθαρο ουρανό. Τρεμίζουνε. Λειψά.
Πώς καίει το τρυγόνι πού΄ χασε τον έρωτά του κρυφό μαράζι,
Έτσι δίχως εσένα, λυώνει η ψυχή. Και το κορμί μου
Στα χέρια σου τ΄ αφήνω κι ας λένε κάνοντας χάζι
Ότι μ΄ έχουν αιχμάλωτο του Κουρτ- Πασά οι πεχλιβάνηδες. Η ορμή μου
είτανε πάντοτε για την αληθινή πατρίδα. Δεν αλλάζει.
Τον σπόρο σου έσπειρα, κατά τις εντολές σου. Καιρός, συ, να θερίσεις.
Άνθισε τίμιο ξύλο και το σφράγισμα του αμάραντου ονόματός σου
Στα βάθη της καρδιάς χιλιάδων σκλάβων. Να γυρίσεις
Το βλέμμα στον ελάχιστο Κοσμά. Τον δούλο σου. Είμαι δικός σου.
Χαράματα με πάνε στην κρεμάλα. Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Η πάνσεπτη Μητέρα σου, δροσιά του Αυγούστου, στάζει το μέτωπό μου.
Φτάνω στο τέλος του δρόμου. Με το χάραμα, ανοίγει το φτερό, πανί
Για την ουράνια πατρίδα. Δέξον με. Τον ασθενή,
Εμένα, τον ακτήμονα ιερομόναχο Κοσμά. Την βάδισα την ατραπό μου.

§

 

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

 

η ποίηση παλιά

Γεμάτη έμφυλες ταυτότητες ήταν παλιά η ποίηση. Ο ποιητής θα έπρεπε
να τιμάει τα παντελόνια του. Ακόμη κι αν φορούσε φούστες.

η ποίηση τώρα

Τώρα η ποίηση δεν είναι απαραίτητη. Αρκεί η φούστα.

ονοματοδοσία

Μια μορφή εξουσίας, η πιο αυστηρή, είναι η ονοματοδοσία. Ελέγχεις απόλυτα
ό,τι ονομάζεις. Γι αυτό τα παιδιά τα βαφτίζουν οι γονείς και τα σκυλιά τα
αφεντικά τους. Έπειτα ο κόσμος ρωτά:

-Τίνος είναι αυτό;

εννοώντας το παιδί, ή τον σκύλο.

του γονιού ή του αφεντικού;

Με τα χρόνια το «τίνος είσαι», αντικαθίσταται με το «πού δουλεύεις.»
Βδέλυγμα καταντάς αν πεις: είμαι άνεργος.

οι ορισμοί

Δεν με απασχολούν οι ορισμοί εκτός κι αν παράγονται αφ’ εαυτοί ώστε να δηλώνουν την έννοια τους σαν ένα ποίημα της γλώσσας. Τότε μόνο έχουν ένα ενδιαφέρον εξ ορισμού: ως κατασκευές, ως έργα τέχνης.

οι αφορισμοί

Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν
κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει
κρυμμένο δράμα σε μια ατίμωση.

ο αγρός

Το νεκροταφείο του Αγίου Παύλου ήταν παλιά αγρός. Έπειτα φύτρωσαν τα
αγάλματα κι η οξείδωση μαζί με το χώμα προσέθεσε ιχνοστοιχεία στις ρίζες
και στους κοντινούς κορμούς. Με τα χρόνια κάποια αγάλματα γίναν δέντρα.
Με τα χρόνια ήρθαν κι οι τάφοι έρποντας σαν εμιγκρέδες. Αργές και
κουρασμένες οι ταφόπλακες. Επιδέξια ελισσόμενοι οι μαρμάρινοι σταυροί.

η ανάπαυση

Εδώ κείται ο γιος του τυπογράφου Πλοτέν ο θάνατός του συμβαίνει διαρκώς
εντός πλαισίου: στο σφραγισμένο νεκροκρέβατο ανάμεσα στα διπλωμένα
σεντόνια, στο μεταθανάτιο πορτρέτο στην κορνίζα από σφένδαμο στην
επιτύμβια στήλη κάτω από την μαρκετερί με τα ζουμπούλια. Έτσι δεν
διαφεύγει και ο πόνος. Τέσσερις αιώνες ερμητικά κλειστός.

η αντισταθμιστική αγρανάπαυση

Στον αυλόγυρο θαμμένοι ορισμένοι δομινικανοί μοναχοί, ένας κόρακας με
γυάλινο ράμφος, μια μίτρα επισκόπου της Ρουέν τα μικρούτσικα γάντια της
Ζιζέλ (να μην κρυώνει εκεί που πάει) Ένα βιβλίο με την Παλατινή Ανθολογία·
τις νύχτες ανοίγει μόνο του και τους διαβάζει. Οι δομινικανοί είναι οι πρώτοι
που σκιρτούν. Οι τάφοι αχνίζουν στο σκοτάδι._

08 – 12/11/2019
Antwerp, Louvain la Neuve
– από την ανέκδοτη συλλογή
ΓΕΝΟΣΗΜΑ

§

 

Χρύσα Παπαδημητρίου

Αγνές προθέσεις

Κι εμείς τι φταίμε
αν τις κοιλιές μας γεμίσαμε μ’ άχυρο
και με χάρτινες ντουντούκες
τα χελιδόνια εκλιπαρήσαμε
να μην ξανάρθουν
Θέλαμε βλέπεις
τ’ ουρανού τους πιερότους
να προστατέψουμε
καθώς για μας διόλου δεν άξιζε
στις παρειές -ως είθισται- να ζωγραφίσουνε
διάφανο δάκρυ

§

 

Βασίλης Ρούβαλης


Όρμος: σκηνική ποιητική αφήγηση

ΠΡΙΝ

Βρίσκομαι στον μετά-χρόνο,
απ’ εκεί τους μιλώ, έτσι τους νιώθω.

Θυμάμαι τις χειρονομίες, τα ρούχα
τα χρώματα τ’ ουρανού —
εμένα θυμάμαι, όλους, εσένα
τον ήχο από τις ξεριζωμένες πέτρες

το θάμπωμα των φαναριών στον τοίχο
τη χαρά μου και τον άνεμο,
μετέωρος ανάμεσά τους, διάφανος
και έτσι αδιάφορος, αλλά…

Προτιμώ την ημέρα ν’ αναφέρω
–στην τέρψη του παρόντος– όταν αγαπούσα
συνετές στιγμές και πράγματα που οι άλλοι,

διαρκώς, νοιάζονταν λιγότερο,
και τότε έλεγα ότι η νιότη μου θα διαρκέσει,
την πίστευα: θα με δικαιώσει ως τρελό
και θα δώσει αιωνιότητα αγαλμάτινη

στα τεντωμένα στήθη
(αφώτιστα, αλλ’ υγρά,
για να λαμπυρίζουν στο πρασινωπό βλέμμα μου),

και θα με οδηγήσει σε δρόμους χωρίς ταμπέλες:
προς τον πόνο και την περιπέτεια
τη σακατεμένη ευπείθεια
τη μεγαλοπρέπεια που έτρεφα από παιδί,

τα σώματα που ευκίνητα ήθελα
(θέλω, θα θελήσω, θα έχω θελήσει),

τον ύφαλο στην αμμουδιά που γεννήθηκα,
την κάθε αρχή στ’ ανθρώπινα, την πραγματική,

τις συνήθειες με διάρκεια και δίχως αντιθέσεις
(γι’ αυτό ευτυχής τις αποφεύγω)
τα δίστιχα τα πνευματώδη που σου διαβάζω φωναχτά
όταν θυμάμαι ζηλόφθονα τον φίλο μου κ. Χαίλντερλιν
ή τις λέξεις μου όταν τις ποθήσω,
εγωιστικά, απέναντι σε γάμπες τεντωμένες, υγρές
πτυχές και βογγητά, μ’ απάρνηση του άλλου κόσμου,
τις λέξεις αυτές ατόφιες κι αστραπιαίες,
έτοιμες, κατακτημένες προτού μου δοθούν ή μου τις κλέψεις…

ΠΙΟ ΠΡΙΝ

Δεν αντικρίζω καινούργιες στέγες

ή σήμαντρα
δεν επιθυμώ άλλες εμπειρίες,

όπως ακούω να μου λες…
ούτε πρόσωπα, ειδήσεις και γεύσεις,
και συζητήσεις με αγνώστους για φιλοσοφία ή ποίηση,
εκτάσεις θαλασσινές, στέππες νωχελικές, αιώνιες,
και απεικονίσεις γι’ ανώνυμα πηδήματα
σε δωμάτια κρύα, ούτε ψιθυρίσματα
με νόημα σύντομο,
χωρίς μορφασμούς ή λόγια μισερά,
όλ’ αυτά που αηδιάζω και αποκρούω
όλ’ αυτά που με πείθουν
να προσευχηθώ (αλλά βλασφημώ)
όλ’ αυτά που ζηλεύω στη μοναξιά μου
κι έπειτα ξεχνώ,
όλους τους σοφούς και τους αδαείς που έγιναν διάσημοι,
ούτε τις ωραίες τραυματικές νύχτες
τ’ αρώματα από πεύκο, την υφάλμυρη υγρασία
τα ξεχασμένα καλοκαίρια ανάμεσα σε φθηνά δώρα
τις πρώτες καταγραφές πάνω στο χαρτί
(γιατί ήμουν ντροπαλός)
ούτε μνημεία ή τελετές για νίκες στρατιωτικές,
τους ήρωες που χάθηκαν για να σωθούν οι δειλοί,
και τους δρόμους που ξεχάστηκαν
με το παράπονο-σιωπή σε κάθε βήμα
(γιατί έτσι τους νιώθω και τους συμπονώ),
ούτε κλάματα ψεύτικα κι αγάπες ξαφνικές
για όσα μέχρι χθες αδιαφορούσαν,
ούτε όσα μ’ έμαθαν

να τα λέω
«όμορφα», «νοσταλγικά», «δικά μου»,
ούτ’ εσένα ούτ’ εμένα ούτ’ εμάς
ούτε την ψευδαίσθηση

στο μερίδιο μιας κάποιας ανάσας —
αυτής που δεν θα μας ανήκει
ποτέ, ποτέ, ποτέ…

Γι’ αυτό το λίγο δεν επιθυμώ,

αυτό το λίγο.

§

 


Ἀλέκος Ε. Φλωράκης

ΟΙ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΙ

Πάντα στίς φωτογραφίες μου εἰσέβαλλε
ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο.
Οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀπόφοιτοι, οἱ νεόνυμφοι
παίρναμε πόζα,
μέ τήν κυριακάτικη φορεσιά μας,
μέ τό προσποιητό χαμόγελο, ὅταν ξάφνου
κάποιος παρείσακτος τρύπωνε ἀπ’ τό πουθενά,
ἕνας πλανόδιος λαχειοπώλης, μιά γριά,
κρατώντας πλαστική σακούλα,
ἕνα παιδί νά βάζει «κερατάκια» στό κεφάλι σου.
Πῶς γίνεται –ἀποροῦσα‒
ἀπό ποῦ παρεισφρέουν αὐτοί οἱ ἄγνωστοι,
διαταράσσουν τήν εὐτυχία τῆς στιγμῆς,
καί ‒τό χειρότερο‒ παραμένουν ἐσαεί
στό κάδρο, στό οἰκογενειακό λεύκωμα,
ἐμβόλιμοι στίς ἀναμνήσεις μας.

Πρόσωπα ἄλλα, ἀγαπητά, πού ἔφυγαν
δίχως ν’ ἀφήσουν μιά φωτογραφία,
κινοῦνται μόνο στῆς μνήμης τήν ἀχλύ,
θολά, ἀπροσδιόριστα.
Αὐτοί ἐκεῖ,
μέ πᾶσα λεπτομέρεια, αὐθάδεις!
Βέβαια, σήμερα εἶναι ἐφικτό
ν’ ἀπαλειφτοῦν ψηφιακά, μέ φώτοσοπ,
νά μείνουμε μονάχα οἱ γνήσιοι,
νά ἐπιστρέψει ἡ τάξη.

Δέν ἦταν δύσκολο·
ἡ νέα τεχνολογία ὅλα τά μπορεῖ,
χαμογελᾶμε ἐπιτέλους μόνοι στήν κορνίζα,
ἀπ’ τούς παρείσακτους ἀπαλλαχτήκαμε·
ὡστόσο
στά τόσα χρόνια πού τούς βλέπαμε ἐκεῖ,
μᾶς εἶχαν γίνει, φαίνεται, οἰκεῖοι
καί τώρα σά νά πλανᾶται κάποια ἀπουσία,
σάν κάτι ἀπό τή ζωή μας
νά ἔχει βγεῖ.

Πίνακας: Γιώργος Ηλιάδης, αρόδο, 20Χ20, λάδια σε καμβά, 2020