Scroll Top

Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη – «ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ» Η Κάρμεν φορούσε μαύρα / Ο Άλλος εν λευκώ

Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη
«ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ»
Η Κάρμεν φορούσε μαύρα / Ο Άλλος εν λευκώ
Εικόνα εξωφύλλου: Βάσω Τσολακίδου
Εκδόσεις Εύμαρος / 2020

[…]

Ρώτησε πώς με λένε, «Κάρμεν» του λέω, κι εκείνος μου λέει «Όχι αυτό, το άλλο, το κανονικό, το πραγματικό σου όνομα». «Αυτό είναι το πραγματικό μου» του λέω. «Όχι» μου λέει «θέλω να μου πεις το όνομα που γράφει η ταυτότητά σου».
«Μα αυτό που γράφει η ταυτότητα δεν είναι το πραγματικό μου» του λέω. Τι να έλεγα; Δεν μπορούσα να του εξηγήσω πως δεν είμαι το άτομο που γράφει η ταυτότητα. Όχι, όχι. Καμιά σχέση δεν έχω εγώ μ’ αυτό το άτομο.

Και ποια είμαι; Από τότε το σκέφτομαι. Το σκέφτομαι και τώρα που μιλάμε. Έχω φτάσει στο σημείο ούτε τη φάτσα μου να μη γνωρίζω καλά καλά. Είμαι μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάζω, αλλά δεν είμ’ εγώ. Είναι σαν να βλέπω τις σκέψεις μου εκεί μέσα, όχι εμένα. Θαρρώ πως είμαι άλλη. Μπερδεύομαι. Ποια είμαι; Εγώ ή άλλη, κρυμμένη κάτω από στρώσεις μεϊκάπ , ρουζ, κραγιόν, μάσκαρα, μολύβια χειλιών, μολύβια ματιών; Ποια είμ’ εγώ μετά από πέντε πλαστικές; Πολλά λεφτά, μα δε με νοιάζει, έχω λεφτά. Ταλαιπωρήθηκα. Η τελευταία δεν πέτυχε. Με τράβηξε λίγο παραπάνω ο γιατρός από τη δεξιά μεριά. Κάνουν κι αυτοί τα λάθη τους. Δεν το παραδέχονται, μην τους πέσει η μύτη, κοτζάμ επιστήμονες, βλέπεις. Χάλια έχω γίνει. Βλέπεις; Και τι να δεις; Την έξω έξω μάσκα μόνο μπορεί να δει κανείς. Μη γράφεις ό, τι βλέπεις. Να γράφεις τις ιστορίες που θα σου λέω. Γιατί αυτή είμαι. Είμαι οι πολλές ιστορίες μου. Αληθινές ιστορίες. Άλλες έχουν συμβεί, άλλες μπορεί να μην έχουν συμβεί, όμως όλες οι ιστορίες που θα σου πω έχουνε γραφτεί  μέσα μου. Και να ξέρεις πως αληθινό είναι ό, τι γράφεται μέσα μας.

(Η Κάρμεν φορούσε μαύρα)

* * *

[…]
Έτσι κι αρχίζει να βραδιάζει, κάτι με πιάνει, κάτι σαν τρέλα. Είναι φορές που τα κλείνω όλα, τηλεόραση, υπολογιστή, απενεργοποιώ το κινητό, ας έχει να χτυπήσει πάνω από εικοσιτετράωρο, κουράστηκα να περιμένω να χτυπήσει, η σιωπή δεν είναι άυλη, έχει ύλη με μεγάλο ειδικό βάρος, δε θέλω να περιμένω άλλο, δε θέλω να περιμένω, δε θέλω γενικά, μηχανεύομαι τρόπους για να βγω από αδιέξοδα που εγώ δημιούργησα, δεν έχω λόγους να μην είμαι ευτυχής, μα δεν είμαι, ίσως να είμαι και δεν το ξέρω, μάλλον δεν ήμουνα ποτέ, συχνά αναρωτιέμαι αν οι σκέψεις είναι δικές μου ή άλλων που τις έχω οικειοποιηθεί, δεν θέλω να έχω πλέον σταθερές, επιθυμώ την αποσύνθεσή τους, τη δική μου αποσύνθεση, επιθυμώ να υπνοβατώ στο δίχως σχήμα, δίχως τους περιορισμούς ενός σχήματος, δίχως βαρίδια. Ο κόσμος περιστρέφεται αργά τα βράδια και έξω η νύχτα δεν είναι αλλιώτικη από την εντός μου. Κυκλοφορεί μια μυστική ζωή εντός μου και εκτός με μια γεύση ματαιότητας. Έχω μια ελευθερία αχρησιμοποίητη, σαν κάτι πολύτιμα και αφόρετα κοσμήματα της μητέρας μου, μια ζωή κλειδωμένα σε χρηματοκιβώτιο. Τις τελευταίες μέρες μού ‘ρχεται
στο νου μια μυρωδιά γης, περίεργο, απεχθάνομαι την εξοχή, τα δεντράκια, τα λουλουδάκια και όλα τα συναφή, απορώ πώς αυτή η μυρωδιά μού φέρνει στο νου την παιδική μου ηλικία, εγώ σε πόλη γεννήθηκα και τα πρώτα μου βήματα πάνω σε μια πράσινη μοκέτα τα έκανα πριν πενήντα επτά χρόνια, το πιστοποιούν οι φωτογραφίες στο άλμπουμ μ’ ένα ανάγλυφο γαλάζιο αρκουδάκι στο εξώφυλλο, περπάτησα δεκατεσσάρων μηνών και μίλησα νωρίτερα, «ο γιος μου» έλεγε και καμάρωνε η μητέρα μου στις φιλενάδες της, ντρεπόμουνα. Την τελευταία φορά που είδα την μητέρα καθόταν δίπλα δίπλα στον κήπο του οίκου ευγηρίας με κάποιον, πάνω από ογδόντα πέντε μου φάνηκε, φορούσε γυαλιστερές ριγέ πιτζάμες στις αποχρώσεις του καφέ, τον κοιτούσε τρυφερά και κρατιόταν χέρι χέρι, φαινόταν ευτυχισμένοι οι δυο τους, παραδομένοι απόλυτα στο απόλυτο τίποτα, της μίλησα, τη σκούντηξα, ούτε γύρισε να με δει, τους τελευταίους μήνες δε με γνώριζε καν, αν και ούτε πριν ήξερε ποιος είμαι, «μαμά» με φώναζε τα τελευταία τρία χρόνια. Είμαστε η μνήμη μας. Ίσως έχω κληρονομικότητα. Τρομάζω και φοβάμαι. Φοβάμαι τους φόβους μου, με τον ίδιο τρόπο που φοβάμαι τα σκυλιά, αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι μυρίζουν πάνω μου και με κυνηγούν, γαβγίζουν ξοπίσω μου λυσσασμένα στα σοκάκια τις νύχτες, κι όσο τρέχω να ξεφύγω τόσο εκείνα με περισσότερη λύσσα τρέχουν στο κατόπι μου να με ξεσκίσουν.
Και πώς να κοιμηθείς με τόσα τέρατα στο μυαλό;

(Ο Άλλος εν λευκώ)