7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιήτριες και ποιητές που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.
Οι συμμετέχοντες ποιήτριες και ποιητής για τον μήνα Μάιο είναι: Γιώργος Καλοζώης, Σάββας Λαζαρίδης, Ευθύμιος Λέντζας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Φάνης Παπαγεωργίου, Αγγελική Πεχλιβάνη, Νίκη Ροδοπούλου, Γιώργος Ρούσκας. Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Γιώργος Καλοζώης
Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί το χέρι μου το δεξί
ήταν μια σπάτουλα με την
οποία σερβίρει τα μακαρόνια
του φούρνου μια περιποιητική
οικοδέσποινα
Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί αντί να τρέχω προς τα
μπροστά χτυπούσα τα
πόδια μου σημειωτόν
ήμουν σε λάθος μορφή σε
λάθος τόπο μπροστά από τις
μασέλες των λιονταριών
κάτω απ΄ τις γονατιστές
μουσούδες των βουβαλιών
το ασήμαντο χόρτο
ήμουν αυτός που τέλειωνε
πριν καν αρχίσει
γι΄ αυτό δεν έγραψα τίποτα
χαρούμενο σχεδόν
γιατί οι σεισμοί ήταν συχνοί
στις μέρες μου
αντί να γράφω συγκρατούσα
τους τοίχους να μην καταρρεύσουν
κάποτε τα κατάφερνα
κάποτε δεν τα κατάφερνα
έπεφταν πάνω μου οι σοβάδες
τα υψηλά κείμενα και τα
διακείμενα της λογοτεχνίας
κρυβόμουν κάτω από τους
παραστάτες εθνικούς ποιητές
κρυβόμουν κάτω από τα γραφεία
και δεν ήξερα ότι οι σεισμοί
κάποτε τελειώνουν
ότι ο χρόνος είναι μια διαδοχική
σειρά καταστάσεων
αποσυρμένος μέσα στην αρρώστια
απ΄τους ανθρώπους και τα πράγματα
κι αφού δεν γνώριζα ποιος ήμουν
δεν γνώριζα τι θέλω και πώς
να επιλέξω το σωστό
το μόνο που ήξερα πουδραρισμένος
από τη σκόνη ήταν πως έπρεπε
να προστατεύσω τα κείμενα των
άλλων
γι΄αυτό δεν έγραψα τα ποιήματα
που περιμένατε να γράψω
γιατί ο σκοπός της ζωής μου ήταν
να προστατεύσω
το μηριαίο οστούν της λογοτεχνίας
§
Σάββας Λαζαρίδης
στην αρχή έμοιαζε αρκετά γλυκό,
μπιζέλια πάνω στους νευρώνες
μέχρι να αντικρύσω τις τρύπες
που απόκτησε η γλώσσα γρατζουνώντας
κάθε σκέψη για το αίμα της Άνοιξης
πριν γίνει άμμος που θα πλημμύριζε
το κρεβάτι χορωδίες γεμάτες μύκητες
να λυπούνται το παγωμένο βλέμμα
Από την υπό διαμόρφωση ποιητική συλλογή “Ασθενείς απολήξεις”
§
Ευθύμιος Λέντζας
ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ ΛΕΩ
Το χέρι σου, μια φαντασία στα σύννεφα.
Μέλη κομμένα από αγάλματα κρυμμένα με κλαδιά
σε τεντωμένα χορτάρια, ανασαίνοντας βαριά
κάτω απ’ το ελάχιστο φως της δημοτικής λάμπας.
Κάποτε το βρίσκω, άλλοτε πάλι χάνεται σαν ζεστή μυρωδιά
ή όπως το κύμα σβήνει πριν ακουμπήσει τη ράχη μας.
Όχι, δεν κάνω λόγο για τη θάλασσα∙
το χέρι σου λέω, ένα πινέλο που πασαλείβει τον ουρανό
με τραυματισμένα σπλάχνα, κοχύλια κι ανοιγμένα φτερά
αδύναμων πουλιών.
Όλο ταξιδεύει το χέρι σου, πένθιμο σκουριασμένο κλειδί –
μια κλινική με στρωμένα κρεβάτια, χάπια, οινοπνεύματα,
λευκά σεντόνια με στάμπες: κίτρινες, κόκκινες, διάφανες σαν την πνοή μας –
σκιές που κρατάνε τον τοίχο με τ’ αόρατα μπράτσα τους.
Πώς να φύγω απ’ το χέρι σου;
Παιδί σε κυριακάτικο τραπέζι με το γιορτινό τραπεζομάντιλο∙
ρίγανη, πιπέρια, μπαχάρια – μια φέτα με λάδι και φωνές που
ψιθυρίζουν στην κουζίνα πάνω απ’ το κρέας που καίγεται.
Η γενέθλια τούρτα – η γενέθλια σάρκα μου∙ πώς να την κόψω;
Το χέρι σου,
σαν την αθάνατη γεύση του νερού, σαν την αθάνατη
γεύση του μωρού όταν βυζαίνει τη μάνα του
και μπαίνει στο στόμα μέσα από χείλια θαύματα
πιο δυνατό απ’ το φιλί της ζωής, πιο δυνατό απ’ τη νύχτα –
πως ν’ αφήσω το χέρι σου;
Τα δάχτυλα ανεμίζουν σαν σπασμένες βεντάλιες στον
καπνισμένο αέρα – επικίνδυνα βέλη – ένας κύκλος καπνού
περιγράφει το σώμα σου, βαθιά ως το βλεφάρισμα του ουρανού.
Έτσι μαθαίνω να σ’ αγαπώ, να ξεχνιέμαι, να επιστρέφω στο χέρι σου,
να επιστρέφω με το σώμα διπλωμένο σαν ματωμένη σημαία,
δοξασμένος από την μάχη με τη καρδιά, μες στον σφυγμό
ν’ ανθίζω σαν άνοιξη μετά από τριάντα πέντε χειμώνες.
Στο λόφο με τα σκαλοπάτια: αγόρια, κορίτσια ντυμένα στα μαύρα
σε πλακάκια και μάρμαρα με τη θηλιά της νιότης στο λαιμό,
το θάνατο γραμμένο στα γόνατα και φεγγάρια βελόνες να
ματώνουν τα μάτια τους.
Γερασμένα παγκάκια, μια λακκούβα με πασατέμπο
και η βρύση που στάζει – το χέρι σου.
Με τον ιδρώτα των λουλουδιών στα μουσκεμένα χώματα,
με δυο χρυσά νομίσματα για τον βαρκάρη.
Το χέρι σου πάντα.
§
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ
Αρχίζω να συνειδητοποιώ
τους λόγους που την ερωτεύτηκα
μου ομολόγησε:
«Φανέρωνε κάτι το ανεπαίσθητα
ευάλωτο επάνω της,
ίσως πληγωμένη από δραματικά γεγονότα
κι εμπειρίες που έζησε.
Γινόταν ακαταμάχητη στα μάτια μου
όχι μόνο από το φυσικό της κάλος
που έκανε θραύση,
αλλά και από κάτι ιδιαίτερα ζεστό,
βαθιά ευαίσθητο,
που πηγαία εκδήλωνε.
Ακαταμάχητη,
χορός και ζάλη του οίστρου μου».
§
Φάνης Παπαγεωργίου
Κάθε εποχή θέλει να είναι
Κάθε εποχή και άρα κάθε γενιά
ή κάθε γενιά και άρα κάθε εποχή
με το δίκιο τους
θέλουν να είναι πρωτοπόρες
να κάνουν τα πράγματα
για πρώτη φορά
να έχουν την χαρά
της ανακάλυψης
της καινοτομίας
της κατοχύρωσης
για να είναι σύγχρονες
να μην μυρίζουν ναφθαλίνη
να σπάνε τα δεσμά
Είναι πρωτοπόρες από απόσταση
έχοντας φύγει πολύ μακριά
από τα γνωστά και τα ειωθότα
Λες και ο Τηλέμαχος
δεν ένιωθε την μοναξιά της μάχης
ή ο Τηλέγονος
δεν ήταν γεννημένος μακριά
καρπός της απόστασης
ή ο Τάλως
το ρομπότ της Κρήτης
δώρο των θεών
δεν περιφρουρούσε τις ζωές
από κάθε τι
ξένο
§
Αγγελική Πεχλιβάνη
Όνειρο 23
Περπατώ σε μια τεράστια παγωμένη λιμναία επιφάνεια. Μου αρέσουν ο πάγος και οι λίμνες, αν και
προτιμώ την πλάνη του αβαρούς χιονιού. Τη στιγμή που αποβάλλω τον φόβο μου και περπατώ γρήγορα,
όπως σαν να σε συναντούσα, η κρούστα του πάγου σπάει και βρίσκομαι μέσα στα παγωμένα νερά της
λίμνης, που μου διαφεύγει το όνομά της (βρίσκομαι βορείως της Ελβετίας, κοντά στη Βασιλεία).
Πιθανώς πεθαίνω αμέσως από τον φόβο ή το κρύο. Μπορεί και όχι, μπορεί να αγωνίζομαι μάταια για
2-3 λεπτά, που να θυμάμαι τώρα… Θυμάμαι όμως ότι όλα κινούνται αργά, το φυτοπλαγκτόν, το
φώσφορο και οι ενώσεις του αζώτου. Ακόμα και το σερβίς του Φέντερερ* είναι τόσο αργό που το
αποκρούω επιτυχώς, επευφημούμενη από φίλους του αθλήματος που με παρακολουθούν από τη Νήσο
των Νεκρών του Άρνολντ Μπέκλιν. Καθώς βυθίζομαι και το κρύο δυναμώνει, καθώς το φως
λιγοστεύει και πλέον γνωρίζω ότι είμαι νεκρή το δίχως άλλο, σκέφτομαι το Μωρίας Εγκώμιον του
Εράσμου και το πόσο ηλίθια ήμουν που άφησα έναν θάνατο ό,τι νά’ναι, αλλά ζεστό και γελαστό κάτω
από τον Αττικό ουρανό, για να τον βρω εδώ, στα παγωμένα νερά της προτεσταντικής κανονικότητας.
* Ο Φέντερερ, καθώς και ο συμβολιστής ζωγράφος Μπέκλιν είναι Ελβετοί απο τη Βασιλεία. Ο δε Ερασμος, το μεγαλύτερο μερος του βίου του διδασκε στη γερμανόφωνη αυτή πόλη.
§
Νίκη Ροδοπούλου
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
Άπειρες φορές και άπειρους καιρούς
ήταν ένα εγώ ένα εσύ και ένας άλλος
ξεκίνησαν ταξίδι αταξίδευτο
με αφετηρία το πριν
Εκεί συνάντησαν αυτούς
που ήταν στο τώρα
μα τους αντίκρισαν
σαν να ήταν στο χθες
Οι άπειρες φορές και οι καιροί
έγιναν στιγμές και
μια φορά κι έναν καιρό
όλοι λέμε τώρα
§
Γιώργος Ρούσκας
Σονέτο του Μαγιόφωτος
(στη μνήμη των Ποιητών που προηγήθηκαν)
Στο έλεος τρωτότητος του ωαρίου
—Σπερματοζωαρίου γαρ η άκρατη ορμή—
Εξήλθον εκ της μήτρας πρωινό Μαΐου
Απορημένος με την τόση χλαλοή.
Εγώ ή άλλος διάλεξε πικρού αστείου
Γονείς χρόνο πατρίδα φύλο χρώμα και φυλή;
Νότα στριγκή ευθύς προέκυψα Ωδείου.
Αναγκαιότητα ή τυχηματική;
Ερρίφθην εις αρρέναν καλουμένου βίου
Εις του πολιτισμού εκλείσθην πλαστικό κλουβί.
Εκτός τειχών του σκιερού ιερατείου
Εκλήθην ίνα συμμετάσχω εις πομπήν.
Φευγάτος έκτοτε εις σπήλαια βιβλίου
Εκείνη ψάχνω που δεν έζησα να βρω ζωή.
Πίνακας: Νίκος Νικολάου, εικαστικός