Η ποίηση περιγράφει τον μύθο της ύπαρξης των ανθρώπων με τα όσα η γλώσσα της επιτρέπει, με τα όσα οι τρόποι της έκφρασης την δομούν ως δημιουργία.
Η ποιητική αφήγηση όπως προτείνεται στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα από τους ποιητές και ποιήτριες που συμμετέχουν «γενεαλογικά» στη γενιά του ’80, είναι κώδικας ζωής, είναι τρόπος να απομυθοποιηθεί εκτός των άλλων και η καθημερινότητα.
Την καθημερινότητα που επέβαλε εκτός των άλλων και η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο ως αισθητική νικητών και ηττημένων.
Στο 7+1 ποιήματα για τον μήνα Δεκέμβριο δημοσιεύονται οκτώ ανέκδοτα ποιήματα ποιητών που δημοσίευσαν για πρώτη φορά την δεκαετία του ’80.
Οι ποιητές Ευριπίδης Γαραντούδης, Λεωνίδας Κακάρογλου, Βασίλης Καλαμαράς, Παναγιώτης Κερασίδης, Στάθης Κουτσούνης, Γιώργος Μπλάνας, Στρατής Πασχάλης και Γιάννης Τζανετάκης που επέλεξα να ανθολογήσω, έχουν ολοκληρώσει με συνέπεια άξιες διαδρομές στην ποιητική γραφή και περιγράφουν πλέον με το έργο τους τον σύγχρονο λογοτεχνικό ορίζοντα της χώρας μας.
Εισαγωγή-επιλογή: Αντώνης Δ. Σκιαθάς
§
Ευριπίδης Γαραντούδης
(Schnittke, Requiem)
Η ρύπανση των ακτών αναγκάζει τους γλάρους να φτιάχνουν τις φωλιές τους στην ενδοχώρα, όλο και πιο βαθιά, σε απάνεμα μέρη. Αλλά κατάρτια και φτερά εναλλασσόμενα πλάνα στο ύψος του παράθυρου, ιδίως μες στο φωτερό σκοτάδι, δείχνουν ότι ο άνεμος φυσάει δυνατά κι η στάθμη ανεβαίνει ολοένα. Τώρα τους κυνηγούς, που αιωρούνται, τους στοχεύουν τα πουλιά. Κι η βρύση στάλα στάλα συσσωρεύει το αλάτι. Λευκή στάχτη ή γκρι χιόνι πέφτει στις πόλεις, τα υψωμένα, στο ύψος των ουρανοξυστών, νεκροταφεία των ορθίων.
(Messiaen, Quatuor pour la fin du Temps. VII. Fouillis d’arcs
-en-ciel, pour l’Ange qui annonce la fin du Temps)
Σηκώνοντας τα μάτια απ’ το βιβλίο, συνεχίζω την ανάγνωση στη γραμμή του ορίζοντα. Στην άδεια σελίδα του ουρανού ένα κοπάδι πουλιών κάθε τόσο, χορογραφώντας τα σκιρτήματα του αέρα, γράφει και σβήνει με μελάνι που ιριδίζει, καθώς ριγούν σπιλιάδες στα νερά της θάλασσας –τα δειλινά ο άνεμος διαστέλλει τον χρόνο σε ρυθμό βαθιάς ανάσας– κείνα τα γράμματα που θα χρειαζόταν κάποιος να ενώσει για να ξαναρχίσει απ’ την αρχή μα κι απ’ το τέλος το παιχνίδι της δημιουργίας του κόσμου. Εδώ και χρόνια, πάω νωρίς για ύπνο.
Δύο μέρη από το ανέκδοτο ποιητικό σύνθεμα Κομμάτια.
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Black Lines I 1913
Λεωνίδας Κακάρογλου
ΟΝΕΙΡΩΝ ΟΝΕΙΡΟ
Τα όνειρα μου έχουν κατοικηθεί
Από πεθαμένους
Θέλω ν’ απαλλαγώ απ’ αυτούς
Γι αυτό ξυπνάω κι ανοίγω τα παράθυρα
Ο αέρας σηκώνει τις κουρτίνες
Και νομίζω πως πάει
Αυτό ήταν
Έφυγαν
Μα όταν ύστερα με ξαναπαίρνει ο ύπνος
Τους βλέπω πάλι να με δείχνουν
Κι έτσι δεν ξέρω τι να υποθέσω
Με πήρε ο άερας
Ή φύτρωσα στο κρεβάτι
Κι έγινα
Κι εγώ
Όνειρο
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Composition VII 1913
Βασίλης Καλαμαράς
Ι
Που ‘χασα το παιδάκι μου- σαν κι εσένα παιχνιδιάρικο
Που άλλο παιδί δεν είχα και κλαίω και σπαράζω
Που ‘χασα το παιδάκι μου να σπάσω τα παιχνίδια του
Και κλαίω και σπαράζω και χώνω τα νύχια μου
Τα χώνω βαθιά στο καύκαλο στις ρίζες της κεφαλής μου
Τα χώνω τα νύχια τα μαύρα σαν να σκάβω χώμα
Σαν να σκάβω μέσα στις λάσπες σαν να σκάβω
Μέσα στα μαύρα τα χώματα μαύρα από πετρέλαια
Μαύρο πετρέλαιο σε πόσο βαθμούς θα κάψεις τον θρήνο μου
Πήραν φωτιά τα βενζινάδικα πήραν φωτιά καίγονται
Καίγονται όλα τα βενζινάδικα ολόκληρη καίγομαι
Ακούω από την κούνια του παιχνίδια να κατρακυλούν
Γέννησε τον θάνατο, κούνια που γέννησε τον χαμό σου
Κι όλα τα παιχνίδια σου πέρασαν από χέρι σε χέρι
Άλλος κράταγε τον θάνατο σαν ύφασμα ξεσχισμένο
Κι άλλος τον άνεμο κράταγε κι άφηνε να του ριπίζει
Το πρόσωπο κι αυτό δεν αντιστεκόταν είδε έναν
Άνεμο ενάντιο εχθρικό να σηκώνει τις φωτιές
Και να γίνονται φλόγες που καίνε και κατακαίνε
ΙΙ
Νεκρέ τσιγγάνε ποιο χέρι σηκώθηκε ποιο χέρι
Και σήκωσαν προς τα πάνω τα χέρια μα δεν
Ήταν χέρια ήταν μαχαίρια λάμες κάμες που
Κόβουν τα σωθικά κομμάτια τα κάνουν κι
Αυτά δρόμο παίρνουν μέσα στα αίματα
Ποτάμια τα αίματα φθάνουν ως την θάλασσα
Και μαζεύτηκαν με τα ωχρά πρόσωπά τους
Τα βάψαν τα έβαψαν με αίματα και σε κύκλους
Και στο μέσον το θήραμα ξανά περιτριγύριζαν και ξανά
Γύρω γύρω σε κύκλο κι αυτό ανήμπορο βέλαζε μέσα
Στο βέλασμά του σαν αρνί βέλαζε νεογέννητο βυζανιάρικο
Γάλα στάζει το στόμα του γάλα στάζει από βυζί ορθό
Πίνει κι όλο πίνει μέχρι η τρίχα να υψωθεί σε φλόγα
Μέχρι η φλόγα ανάψει φωτιά σ’ όλο το μαλλί μέχρι
Μαύρο να το κάνει να το καρβουνιάσει-μα αυτό
Βέλαζε ζήταγε το βυζί της μάνας του- μα αυτό είχε
Κοπεί αίμα έσταζε κι αυτό έπινε όλο έπινε
Να ξεδιψάσει να χορτάσει να αποπεινάσει
Κι όσο βύζαινε αίμα τόσο κοκκίνιζε από μέσα
Ο σκελετός του κι απέξω τρίβαν με
Μαλλιά να σβήσουν την πυρκαγιά που
Είχε ανάψει μ’ όλα τα νερά του αξεδίψαστο.
[Από την ποιητική ενότητα «Το μοιρολόι του αμνού»]
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Improvisation. Deluge 1913
Παναγιώτης Κερασίδης
ΘΥΣΙΑ
Μακριά από μας το ιστορικό γεφύρι
όπου θυσιάστηκαν τόσοι και τόσοι
για να περνούν απέναντι κάποιοι στο πουθενά,
πριν λήξει η προθεσμία
πριν αναλυθούν οι κόμποι της παραμυθίας
που μας έφεραν στα πρόθυρα μιας άλλης ζωής,
στα ποικίλα δρώμενα που καθόρισαν την τύχη
της παιδικής ηλικίας ενός εκάστου.
Γερασμένα παιδιά
που παίζουν ζάρια
στα υπόγεια παζάρια της γενέθλιας πόλης τους
με το χαμόγελο του γλυκού του κουταλιού της μάνας τους.
Γλίτωσαν από τη γλώσσα της τύχης
και πέφτουν στα δόντια του γεγονότος.
Ακμαίοι και λειψοί τώρα και πάντα.
Με το χαμόγελο του γλυκού του κουταλιού στα μάτια.
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Light Picture 1913
Στάθης Κουτσούνης
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Σε κοιτάζω που κοιτάζεσαι
γυμνή με τις ώρες στον καθρέφτη
κι αδυνατώ να καταλάβω
ο όμηρος ποιος είναι
το κορμί σου του καθρέφτη
ή ο καθρέφτης του κορμιού σου
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε μπλέκομαι κι εγώ
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
όμηρος εξάπαντος και των δύο
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Painting With White Border 1913
Γιώργος Μπλάνας
Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΙΩΣΗΦΙΝΑ
[Ο Ναπολέων ήταν εξόριστος στην Έλβα, όταν έμαθε τον θάνατο της Ιωσηφίνας, από κάποια εφημερίδα.]
Ποιος είναι εκεί; Βλέπω καλά ή με γελά ως συνήθως
η σκοτεινή οργαντίνα του θανάτου;
Η έκπτωτη αυτοκράτειρα των ρόδων,
η γλυκιά σαν ζάχαρη ιέρεια των τροπικών τυφώνων,
ικέτης στο κατώφλι της μόνης μοναρχίας
χωρίς μονάρχη – ελλείψει υπηκόων.
Πλησίασε, λοιπόν. Τι περιμένεις;
Να σε πάρει από το χέρι το σκοτάδι;
Μια αιωνιότητα να μείνεις ασάλευτη μπροστά του,
εκείνο πάλι την ίδια αδιαφορία θα δείξει
για το σχεδόν προκλητικά αθώο βλέμμα σου,
τους ώμους που άφηναν πάντα να διαφανεί
κάποια φιληδονία γενναιόδωρη στις εύθραυστες γραμμές,
κάποια σκιά διαφθοράς, ακόμα-ακόμα, αφόρητα γοητευτικής
απ’ την αλλήθωρη σκοπιά των κυριών.
Οι κύριοι αρκούνται στην πρακτική οπτική:
οι ώμοι μιας γυναίκας ανήκουν πάντα στον επόμενο εραστή·
αν, βέβαια, είναι ικανός ν’ αντιληφθεί
-από φιληδονία ή διαφθορά- την εύθραυστη γραμμή,
που χωρίζει την πραγματικότητα από τη μοναξιά.
Γι’ αυτό μην διστάζεις. Τώρα πια
είμαι πραγματικά μόνος. Μπορείς να μου παραδοθείς,
δίχως την αγωνία μιας αποτυχίας
που απειλεί ν’ ανοίξει τις φλέβες της στις φλέβες σου,
αν πάψεις να της προσφέρεις καταφύγιο.
Εμπρός, εμπρός. Θέλω να δω μιαν υπερήφανη γυναίκα
να ρίχνεται με θάρρος στον γκρεμό του επόμενου εραστή·
δίχως εκείνες τις αστείες σιωπές που υπονοούν
ένα κλαδί σωτήριο απ’ την αποτυχία
της προηγούμενης πτώσης- ξερόκλαδο έτσι κι αλλιώς.
Κάθισε εδώ, κοντά μου, μικρή μου τρομαγμένη Ιωσηφίνα,
μικρή μου πληγωμένη Ιωσηφίνα και πες μου
είχαν νόημα τόσος χώρος, τόσος χρόνος,
τόση αγωνία που ξοδέψαμε, για να βρεθούμε
στον κατάλληλο χώρο, την κατάλληλη στιγμή;
Ιδού ο χώρος και η στιγμή: δυο παλάμες σκοτάδι.
Τι κερδίσαμε απ’ αυτήν την ιστορία;
Τίποτα ολόκληρο, μια ολόκληρη ζωή.
Τίποτα τελεσίδικο στο τέλος.
Και ύστερα να σκέπτεσαι πως είναι η μόνη
και να τρελαίνεσαι – η μόνη ιστορία, εννοώ:
μια ποντικοπαγίδα γεμάτη ήρωες και καθάρματα·
ξεχώρισε αν μπορείς ποιος είναι τι.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να επιλέξεις θύτη.
Ας ξεχάσουμε λίγο – οι άλλοι ξέχασαν κιόλας.
Ας μιλήσουμε για τον καιρό -γιατί όχι;-
άσκοπα, επικίνδυνα αθώα, ίσως και υποκριτικά
μπροστά στον τρόμο του πάθους – κανείς
δεν περιμένει να βρεθεί σ’ έναν παράδεισο
γεμάτο εξωτικά πουλιά, όταν ερωτεύεται.
Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν αντέχεται,
παρά τις όποιες αρετές της. Τώρα πρέπει
να συνηθίσεις στην ιδέα της ζωής –
εκτός αν επιμένεις πως δεν ήσουν νεκρή,
όταν προσπαθούσες να κλέψεις
έναν ήρωα από τον θάνατό του.
Σε παρακαλώ να μου το εξηγήσεις αυτό.
Οι ήρωες κουράζονται κάποια φορά
να τραβούν απ’ τα μαλλιά έναν κόσμο
αποφασισμένο να πνιγεί, ξεφωνίζοντας
οράματα και σχέδια και προοπτικές,
σαν να μπορούσαν οι κραυγές του
να τον κρατήσουν στην επιφάνεια της χυδαιότητάς του.
Οι ήρωες: τα κριάρια, οι ταύροι, οι παρήγοροι επιβήτορες,
κοντοί, κακάσχημοι, ανάπηροι εντελώς στο μυαλό
ηλίθιοι στο σώμα, θλιβεροί επιδειξίες
μιας δύναμης που πηδάει από φλέβα σε φλέβα
σαν μαϊμού στον καιρό της – και γύρω ο κόσμος,
ο αθεράπευτα ζωοποιός κόσμος
να αιμορραγεί αδιαλλαξία, παραλυσία,
κι εκείνη τη στυφή αδιαφορία του σύμπαντος:
αρχαία πείρα χωμένη σαν ξυράφι
κάτω απ’ τη γλώσσα της βουλιμίας.
Οι ήρωες! Από φλέβα σε φλέβα…
Κι εσύ… πάντα κρυμμένη
στο σκοτάδι που γεννήθηκε μαζί σου.
Κανείς δεν σε είδε ποτέ –
καν δεν τόλμησε να σε σκεφτεί σαν φλέβα ανοιγμένη:
ένα μικρό, αδύναμο ποτάμι· κανείς
δεν ασχολήθηκε με την παρουσία σου·
όλοι μιαν απουσία πόθησαν και όταν είδαν
πως παραπήγαινε τόση μεταφυσική
για τον πήλινο ηρωισμό τους,
άρχισαν να μιλούν για χρυσάφι
και άλλες πολύτιμες πληγές.
Ωστόσο, ναι, εσύ, εσύ επινόησες την απουσία σου.
Μόνη σου, μόνη σου, ύπουλο πλάσμα,
ψυχή ανορθόγραφη· δεν έμαθες, δεν θέλησες να μάθεις
τι σημαίνει αυταπάτη και τι χρήσιμη αυταπάτη.
Νόμισες πως ο έρωτας τρέφεται με ρόδινα χείλια.
Λάθος, λάθος βαθύ και σκοτεινό!
Ο έρωτας τρέφεται με πορφυρές πληγές,
σαν χείλια ματωμένα απ’ την απελπισία.
Ανήκεστη περίπτωση ο έρωτας. Θυμάσαι;
«Ξύπνησα πλημμυρισμένη από σένα. Η μορφή σου,
η ανάμνηση των μεθυσμένων απολαύσεων
που μοιραστήκαμε δεν αφήνουν σε ησυχία
τις αισθήσεις μου…»
Τι σημείωμα κι αυτό!
Άμυαλο κορίτσι, παράδοξο θηλυκό!
Δεν στέλνουν τέτοια μηνύματα σε μια ψυχή σακάτισσα,
κυνηγημένη, βιαστικά χωμένη στο πρόχειρο σώμα
ενός επίδοξου ήρωα ή κτήνους. Αχ, Ιωσηφίνα!
Μου χάρισες μιαν απελπισία
κι εγώ τυφλώθηκα από τη λάμψη της ελπίδας.
Επινόησα, με την ταχύτητα του πραγματικού ηλίθιου,
έναν νέο ηρωισμό του πόθου, ένα νέο «καθήκον»:
λιγότερο ν’ αγαπήσω και περισσότερο ν’ αγαπηθώ.
Ένας ακόμα παράδεισος, μια ακόμα φιλοσοφία του πάθους:
λόγια, λόγια, λόγια ανήμπορα να σκεφτούν
την ειμαρμένη τους, κρεμασμένα στο χείλος της πράξης,
πάνω από το βάραθρο μιας αδίστακτα αναπτυσσόμενης
τακτικής του ερέβους. Μου δόθηκες
με τον τρόμο του κοριτσιού, που μοσχοβολάει
αθωότητα – ωστόσο με την αυθάδεια
μιας απεγνωσμένης μάχης.
Ο έρωτας!
Γυναικεία υπόθεση: θηλυκή απελπισία.
Ξέρεις πως όταν σε κρατούσα στην αγκαλιά μου
ήμουν εσύ. Ζητούσα από τον εαυτό μου
ηδονές που σου ανήκαν, ηδονές
που δεν ζήτησα ποτέ από…
όποιον ή ό,τι τέλος πάντων δεν αφήνει
τον άνθρωπο να ζήσει – απλά- να νοσταλγεί
έναν παράδοξο παράδεισο,
που δεν είχε ποτέ, αλλά ευωδιάζει απώλεια
γλυκιά και απαλή σαν ενοχή, κάθε φορά.
Κατάλαβες; Μην προσποιείσαι,
λοιπόν, την απουσία: μια λέξη είσαι
στο όνειρο ένας ήρωα: κοντού,
κακάσχημου, ανάπηρου εντελώς
στο μυαλό, θλιβερού επιδειξία
μιας δύναμης που πηδάει από φλέβα σε φλέβα
σαν μαϊμού στον καιρό της. Καλύτερα φύγε.
Μόνο το σκοτάδι μπορεί ν’ ασχοληθεί μαζί σου·
στα όνειρα ή στα χώματα.
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Small Pleasures 1913
Στρατής Πασχάλης
ΣΗΜΥΔΕΣ
Ο πρώην καπνιστής
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του βαγονιού κοιτά
μια πολιτεία
περιφοράς Επιταφίων
Γι’ αυτόν ο μήνας Φεβρουάριος
σημαίνει
μυστήρια αστυνομικά
τρένα φαντάσματα
βουνά θεών στο θολωμένο τζάμι –
και τελικά ένας σταθμός σιδηροδρόμου
γεμάτος άγριες ανεμώνες
Κι όταν αφήσει τον σταθμό και βγει στους δρόμους
-παλιά σπίτια Ιουδαίων, τοιχώματα βυζαντινά –
ένας διαβάτης Μυστικός τον παρακολουθεί
-μαύρα γυαλιά, προθέσεις άδηλες –
γι’ αυτό κι ο πρώην καπνιστής
στρίβει, προσπερνά βιαστικά νεκρούς μόλις αναστημένους
αντικρίζει το θαλάσσιο σάβανο
βρίσκει το δρόμο, τον αριθμό, το κτίριο
ανεβαίνει γρήγορα στο δωμάτιο 13
κι εκεί καθώς χτυπά και μπαίνει στα σκοτεινά
λαχανιάζουν οι ένοικοι κρυμμένοι
κι ένας καθρέφτης θαμπώνει
απ’ τα χνώτα τους –
ξυπνά τότε απότομα και βρίσκεται,
χρόνια πριν, να βολτάρει
στου λιμανιού την έρμη καταχνιά
της χώρας των μοναστηριών
κάτω από δέντρα ελληνικά που θυμίζουν
σημύδες
Wassily Kandinsky (1866-1944) / Squares with Concentric Circles 1913
Γιάννης Τζανετάκης
ΣΚΙΕΣ ΠΙΑ
Σε μια γωνιά στο σπίτι μου
–πουλί λες δέντρο π’ άλλαξε–
το σκρίνιο των γονιών μου
πόσες φορές
στα τζάμια του
στο λούστρο το μελί
να ‘χαν καθρεφτιστεί
σκιές πια δίχως είδωλα
στο βήμα τους που σήμερα
πλάι του όταν περνάνε
ατάραχα τα κρύσταλλα
στέκουν και οι πορσελάνες