Scroll Top

​Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Η ελληνική πεζογραφία του 21ου αιώνα και η πολιτική πραγματικότητα

Αποτελεί κοινό τόπο να πω πως η σχέση της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα είναι αδιάρρηκτη, σπεύδοντας να επικαλεστώ θεωρητικά επιχειρήματα για κάτι αντίστοιχο. Η πορεία από το ιδιωτικό, την οικογένεια και το ατομικό προς διάφορες μορφές του πολιτικοκοινωνικού πλέγματος, όπως το βλέπουμε να διαγράφεται στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων δεκαετιών, κορυφώνεται με συγγραφείς που πατούν και με τα δυο πόδια στο συλλογικό. Αν, παρόλα αυτά, συγκεντρωθούμε σε μια όψη της πεζογραφικής παραγωγής κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, θα διαπιστώσουμε πως τείνει να διεκδικήσει μιαν αμιγώς πολιτική βάση, βάζοντας στο κέντρο της την παράκαμψη της παραδεδομένης αριστεροσύνης, τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, τη διεθνή και την εγχώρια τρομοκρατία, τα πάθη του παρελθόντος όπως μεταφέρονται στο μεταπολιτευτικό παρόν, τη μετανάστευση και τον ρατσισμό, την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία, αλλά και τη σύγκρουση των ακροδεξιών ομάδων με τον αναρχικό πόλο. Επιλέγω, λοιπόν, αντί για μια γενική συζήτηση ως προς τους δεσμούς της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα, μια σειρά πεζογραφικών έργων από την ίδια δεκαετία – έργα τα οποία υποδεικνύουν το βάθος και τις πολλαπλές διαστάσεις αυτών των δεσμών, εξαιρουμένων αφηγημάτων ή μυθιστορημάτων που επικεντρώθηκαν στην οικονομική κρίση, όπως και ιστορικών ή αστυνομικών μυθιστορημάτων, επειδή οφείλουν να αποτελέσουν, λόγω της ποικιλομορφίας και της εκτενούς τους γκάμας, θέμα ξεχωριστής μελέτης. Αντλώ στοιχεία από το βιβλίο μου Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία (Πόλις, 2018), από την κριτική μου στήλη στο Βήμα της Κυριακής, από τη συμμετοχή μου σε αφιερώματα της Εφημερίδας των Συντακτών, με πρωτοβουλία του Μισέλ Φάις στο ένθετο «Ανοιχτό βιβλίο», για τις θεματικές τάσεις της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, και από κριτικά μου σημειώματα στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ).
Στα αφηγήματά της Και βέβαια αλλάζει! (2014) και Κάτι να αλλάξει. Μα πώς; (2019), η Αγγέλα Καστρινάκη υιοθετεί έναν ευθέως αυτοβιογραφικό λόγο, μιλώντας για το πολιτικό κλίμα της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Ο τόνος της έμφασης δεν πέφτει τόσο στην ιδεολογία και στην πολιτική όσο στο ειδικό βάρος το οποίο θα αποκτήσει ο δεσμός προσωπικού και πολιτικού σε μια γενιά που θέλει να διεκδικήσει και να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού την πίστη στις ατομικές ελευθερίες, πηγαίνοντας κόντρα στην παραδοσιακή αριστεροφροσύνη.
Με το μυθιστόρημα Υπουργός νύχτας (2016) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη θα δούμε να ξεδιπλώνεται όλη η οικονομική και κοινωνική παθολογία της Μεταπολίτευσης μέσα από το παράλογο και το γκροτέσκο: η δημόσια διαφθορά, η μόνιμη κυβερνητική αναξιοπιστία, το ανεξέλεγκτο, χοντρό χρήμα της επαρχίας και το οργανωμένο έγκλημα των μεγάλων αστικών κέντρων.
Το Ωστικό κύμα (2016) του Νίκου Δαββέτα είναι ένα μυθιστόρημα για τη διεθνή τρομοκρατία. Μια τεράστια έκρηξη ακούγεται στην καρδιά του Λονδίνου και ο απόηχός της φτάνει αμέσως στην Αθήνα, όπου η Δέσποινα θα μάθει πως μεταξύ των νεκρών βρίσκεται και ο γιος της, φοιτητής εδώ και κάποιον καιρό στη Βρετανία. Ελλειπτική και με πολλά κενά σιωπής, η αφήγηση αποφεύγει προσφυώς να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για τις ευθύνες του δράστη, υπενθυμίζοντας ότι η λογοτεχνία προτιμά μην προσφέρει λύσεις, αλλά να θέτει ερωτήματα. Με την τρομοκρατία, την ελληνική αυτή τη φορά, καταπιάνεται και ο Βασίλης Κουνέλης στο δικό του μυθιστόρημα. Στα Καπνισμένα ερείπια (2018), οι πρωταγωνιστές δεν μετατρέπονται σε αντικείμενο αποστροφής ή καταγγελίας, χωρίς εκ παραλλήλου να διεκδικούν την οποιαδήποτε πολιτική, ιδεολογική και ηθική νομιμοποίηση. Ο συγγραφέας ανατέμνει ψυχρά τον αυταρχισμό και τον κομπασμό της ηγεσίας των τρομοκρατών, τον τυφλό ριζοσπαστισμό, ο οποίος πνίγει κάθε ικανότητα για εξήγηση και κατανόηση, όπως και τα ποικίλα ατομικά αδιέξοδα που ανιχνεύονται στην αντίληψη της ένοπλης επιλογής. Το πρώτο μυθιστόρημα και τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη Άνθρωπος στη σκιά (2019) αναφέρεται επίσης στην ελληνική τρομοκρατία. Η ιστορία του μπορεί να μην παραπέμπει στα αντίστοιχα μεταπολιτευτικά γεγονότα, συνοψίζει, ωστόσο, όπως και το βιβλίο του Κουνέλη, πυκνά το φαινόμενο από τη γέννησή του μέχρι και τα χρόνια κατά τα οποία ο κεντρικός ήρωας και η γενιά του αποσύρονται στο παρασκήνιο.
Στο αναπεπταμένο πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας ανοίγεται με το μυθιστόρημά του Το άκυρο αύριο (2017) ο Κοσμάς Χαρπαντίδης. Παρά το διευρυμένο χρονικό του φάσμα, ο Χαρπαντίδης δεν γράφει σε καμία περίπτωση ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγησή του περνά από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης για να μεταμορφωθεί σε πορτρέτο των ημερών μας, λειτουργώντας ως ένα συνεχές χρονικό σπιράλ: σπιράλ που θέλει να δείξει πως τα συλλογικά πάθη του παρελθόντος θα μεταγγιστούν, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει, σχεδόν ακέραια στο παρόν, αποδεσμεύοντας τα ίδια ποσοστά πολιτικής βίας και κοινωνικού διαχωρισμού.
Σε παρόμοια αλλά πιο προωθημένη γραμμή οδεύει το μυθιστόρημα του Κώστα Κατσουλάρη που υπό τον ομηρικής προέλευσης τίτλο Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά (2018) ξεκινάει από τις μεταναστευτικές ροές και τις τάσεις παροπλισμού της μέσης εκπαίδευσης για να φτάσει μέχρι τις πανταχού παρούσες ρατσιστικές εκδηλώσεις, τον προπηλακισμό στα δημόσια σχολεία και τις υπόγειες διαδρομές οι οποίες συνδέουν τους χουλιγκάνους με εξτρεμιστικές πολιτικές ομάδες.
Το Σφάλμα συστήματος (2019) του Νίκου Α. Μάντη αναπτύσσει τις περιπέτειες μιας γενιάς κομμουνιστών και αντιεξουσιαστών, οι οποίοι γεννημένοι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (ή και λίγο νωρίτερα) αρχίζουν από τις καταλήψεις στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας για να καταλήξουν στους περίκλειστους θαλάμους της πολιτικής εξουσίας το 2015. Ο μυθιστοριογράφος καταφεύγει στην παρωδία, την μπαλαφάρα, τη μαύρη κωμωδία και την καρικατούρα, εν μέρει για να αποδώσει το πνεύμα των καιρών υπό παραθλασμένη γωνία και εν μέρει (πράγμα που κάνει περίπου το ίδιο) για να το φιλτράρει κριτικά για τους αναγνώστες, νεώτερους ή παλαιότερους.
Υπενθυμίζω επίσης το μυθιστόρημα του Τάκη Καμπύλη Γίγαντες και φασόλια (ή δεν γίνονται αυτά εδώ), 2019, που είναι η εξιστόρηση του ελληνικού αναρχισμού και των πολλαπλών διακλαδώσεών του, σε συνδυασμό με το ρημαγμένο αστικό τοπίο της Αθήνας, όπου μαίνονται οι συγκρούσεις μεταξύ ακροδεξιών και αντιεξουσιαστών.
Με την πολιτική συνδέονται εμμέσως πλην σαφώς και δύο πρόσφατα μυθιστορήματα. Στα Ψιλά γράμματα (2022), η Ιωάννα Καρυστιάνη ξανοίγεται σε μια αλυσίδα πολιτικών και ιστορικών συμβάντων της ελληνικής και της διεθνούς σκηνής. Το διεθνές πλαίσιο βασίζεται στα διαβάσματα και τις ηλεκτρονικές περιηγήσεις του ήρωα, που είναι σαν να ξεφυλλίζει εγκυκλοπαίδεια, αλλά με ένα ξεφύλλισμα το οποίο του προσφέρει μια εσώτερη ανάσα και θέαση. Τα ελληνικά πολιτικά γεγονότα πάλι δείχνουν το ξυστό πέρασμα του Μιχάλη, ενός καταθλιπτικού και αποσυρμένου από τα πάντα πρωταγωνιστή, από το σύνολο της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής ιστορίας: όσα έζησε στη σκιά και το περιθώριο, όσα τον έκαναν έναν «μικροσκοπικό άνθρωπο», που πάντως δεν έπαψε στιγμή να βιώνει, έστω και εν απολύτω αδρανεία, τη μεγάλη εικόνα, όντας ένα ελάχιστο ψηφίο της. Στο Λάδι σε καμβά (2022), ο Αλέξης Πανσέληνος, μολονότι ξετυλίγει μια νεανική ερωτική ιστορία, μπαίνει στην πολιτική από έναν λοξό δρόμο. Μένοντας πιστός στο κλίμα του ενός μαγικού καλοκαιριού του 1966 και στον νεανικό του έρωτα, που είναι η ανέγγιχτη Γωγώ και όχι η πλήρης εφήμερων υποσχέσεων αδελφή της, ο Σπύρος θα σταθεί μακριά από τη φοιτητική δράση της δικτατορίας (εκ νέου ένας αποτραβηγμένος ήρωας), θα ρίξει τη ζωγραφική του τέχνη στο μαγκανοπήγαδο των καθημερινών αναγκών και θα καταλήξει πρωταγωνιστής της μοναξιάς και του αποκλεισμού από οιαδήποτε ζείδωρη πηγή. Εκπρόσωπος μιας γενιάς που είδε τον δυναμισμό και την ορμή της να τσακίζονται στα βράχια της δικτατορίας και στο αποπνικτικό κλίμα το οποίο επιβλήθηκε στους πολλά υποσχόμενους γόνους της εποχής.
Κλείνω με αναφορά σε μια παλαιότερη δεκαετία και σε έναν μυθιστοριογράφο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Εκ πεποιθήσεως ολιγογράφος, ο Αντρέας Φραγκιάς (1921–2002) δραστηριοποιείται μεταπολιτευτικά με ένα και μοναδικό βιβλίο, που δεν είναι άλλο από το Πλήθος, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε δύο τόμους, το 1985 και το 1986 αντιστοίχως. Η τάση του Πλήθους προς την αφαίρεση και την αλληγορία εντοπίζεται ήδη στα προδικτατορικά μυθιστορήματα του Φραγκιά ενώ ο εγκλεισμός θα κάνει πλησίστια την εμφάνισή του στον Λοιμό (1972), προαναγγέλλοντας εν πολλοίς τα τεκταινόμενα στο Πλήθος. Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει στο Πλήθος; Σ’ έναν τρέχοντα, παροντικό, πλην αδιευκρίνιστο ως προς την οποιαδήποτε χειροπιαστή λεπτομέρεια χωροχρόνο, δεν υφίστανται πρωταγωνιστές, αλλά πολλά επιμέρους σύνολα – ένας διασκορπισμένος και ταυτοχρόνως περιχαρακωμένος πληθυσμός. Κανείς μέσα στην πολιτεία του Πλήθους δεν μετράει ως ατομική μονάδα. Το άτομο για τον Φραγκιά συντρίβεται εκ των προτέρων από τη δύναμη της πολιτικής και της Ιστορίας ενόσω και η Ιστορία γνωρίζει από τη μεριά της βαρύ πλήγμα, χάνοντας τη χρονικότητά της και μοιάζοντας εξαναγκασμένη να περιοριστεί στον ρόλο μιας νεκρής μεταφοράς. Ο Φραγκιάς δεν θα επιτρέψει στα πλήθη του Πλήθους ούτε την ελάχιστη ελπίδα: στον ανοιχτό χώρο κυριαρχούν οι δίκες και οι καταδίκες και θριαμβεύει η αδηφαγία` στον κλειστό χώρο, το αδιέξοδο χειροτερεύει κι έτσι το εκτός μετατρέπεται οριστικά σε εντός και ο Άλλος πεθαίνει για πάντα. Μεγάλη συζήτηση θα μπορούσε από αυτή την άποψη να προκαλέσει το Πλήθος ως προς τις λογοτεχνικές του πηγές. Κάποιοι θα πρότειναν τον Κάφκα, τον Μπέκετ και τον Όργουελ, άλλοι, διστακτικότερα ίσως, τον Ζαμυάτιν, τον Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ και τον Άντονυ Μπέρτζες και άλλοι, οπωσδήποτε τολμηρότερα, μιαν ευρύτερη γκάμα, που κατά πάσα πιθανότητα θα συμπεριλάμβανε στους κόλπους της όχι μόνο την αλληγορία, τη μελλοντολογική φόρμουλα και τη λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά και την επιστημονική φαντασία. Να, λοιπόν, πώς το πολιτικό στοιχείο μπορεί να αποκτήσει και μια κοινωνική, αλλά και υπαρξιακή, ακόμα και διακειμενική βάση σε έναν διάλογο της λογοτεχνίας όχι μόνο με την ιστορία των αφηγηματικών ειδών, αλλά και με εκφράσεις της τέχνης οι οποίες οδηγούν μακριά από την κοινωνική πραγματικότητα, για να μην τη χάσουν εντέλει ποτέ από τα μάτια τους.