Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Νοέμβριο του 2022 στο Culture Book»

7+1 στιγμές

Ένα θρόισμα είναι η στιγμή που καταγράφει ανεπαίσθητα τα τείχη απ’ όπου προσπαθούμε να διαφύγουμε ή ποθούμε να πιαστούμε προς σωτηρίαν ψυχών τε και σωμάτων, προς φόβον του Καβαφικού «Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση πάρεξ μια διαφυγή από ένα όλον που ξεπέφτει ασυμμέτρως σταδιακώς κι ανελλιπώς δίχως ελπίδα αλλαγής κατεύθυνσης από τον πάτο προς στο φεγγάρι.
Επτά συν ένα ποιητές: Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου (Κύπρος), Κλεονίκη Δρούγκα (Θεσσαλονίκη), Ελένη Εμιρλή (Θεσσαλονίκη), Πηνελόπη Ζαρδούκα («Συ μια Λαρισαία Τι γυρεύεις στην Αθήνα;»), Νιόβη Ιωάννου (Ναύπλιο), Τζένη Φουντέα- Σκλαβούνου (Αθήνα), Νίκη Χαλκιαδάκη (Τρίκαλα) και ο Βασίλης Γ. Νιτσιάκος (Κόνιτσα)… στέλνουν σήματα μορς προς τον αστερισμό των Πλειάδων, εκπέμποντας τα δικά τους SOS –μεμονωμένα και συλλογικά– (εν μέσω Νοεμβρίου) προειδοποιώντας για τα σημάδια αλλαγής του καιρού. Θα υπάρξουν άραγε ευκαιρίες για μιαν ανατροπή; Ποιος είπε πως η ποίηση δεν αναστρέφει τη ροή της ιστορίας;

Κώστας Α. Κρεμμύδας
εξ Αθηνών και περιχώρων

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα

Η μάνα του περίμενε ότι θα γεννήσει κορίτσι με μπούκλες
Είδε το φαλακρό αγόρι και έκλαψε
Ήταν ίδιος ένας πατέρας που κάποτε τη φιλούσε στο στόμα
και άνθιζαν κερασιές στην αγκαλιά του χιονιού
Είδε το φαλακρό αγόρι και ανέβηκε σ’ ένα γυμνό βουνό
να μην το ξαναδεί

Αυτός
μεγάλωσε γράφοντας μέσα του μηδενικά
ίδια με σφαίρες
Στον κήπο μάζευε τα γιασεμιά πάνω σε ξόβεργες
Εκείνα κελαηδούσαν και πέθαιναν στα μάτια του
Οι άλλοι τα συνέλεγαν σαν βαλσαμωμένα πουλιά
Το στρώμα του φτιαγμένο από χάρτινες σαΐτες
Όταν κοιμόταν με όνειρα και αναδεύονταν
οι σαϊτιές φεύγανε στον ουρανό απ’ το κλειστό παράθυρο
Έβλεπες τότε να περνά ένα αεροπλάνο με ουρά διαφημίσεων
γράμματα αναβόσβηναν που γίνονταν λέξεις μες στο σύννεφο
Σύνθημα για νέα προϊόντα
Μόνο που κοίταζες με τεντωμένη τη ζωή για να το δεις
Χρειάζεται και η ανίχνευση τη σωστή ανατομία συναισθήματος
Μην απορείτε που μιλάνε άλλοι γι’ αυτόν
Διαβάζοντας τόσες βιογραφίες
κυρίως μεταποιώντας τες σε σκηνική παρουσία
θλίβεται πια
μέσα από τον λυγμό των άλλων
Χύνει πικρό το μαύρο του μελάνι

§

 

Κλεονίκη Δρούγκα

Αμφιβολία

Η λέξη ξεροκαταπίνει
όσο η τελεία σκαρφαλώνει.
―Πού θα σταθείτε; πού;
―Να μπω μετά από σας ή
μήπως είν’ αυθάδεια;
―Ως τελεία επιβάλλεστε
ή κάνουμε δοκιμές;
Η λέξη σταύρωσε τα πόδια της.
Ένα πλεκτό
σκούντηξε μίαν άλλη
άλλαξε θέση ανήσυχη.
―Μετάνιωσα
της είπε η τελεία
και αποσύρθηκε.
Ο ποιητής
την κουβαλά μες στο μυαλό του
μια την στριμώχνει
μια την εξορίζει.

Κάποια στιγμή την εξωθεί ως
και δύο χρόνια μετά
μ’ ακόμη –λες– τη σκέφτεται.

 

Ελένη Εμιρλή

Η δύναμη των στιγμών
(Στιγμές ενάργειας και σκότους)

Μία στιγμή είναι ικανή
να σε κάνει ν’ ανατείλεις έως
να γονιμοποιήσει την άβυσσο εντός σου.

Είναι στιγμές που επικεντρώνεσαι
στο τραγούδι των τζιτζικιών
στην τραγωδία της πεταλούδας
για το εφήμερο –και όχι μόνον–
στην αέναη κίνηση του νερού
να βρει διέξοδο προς
το ανεξάντλητο και το διαρκές.

Είναι κάποια στιγμή, που το σπίτι σου
ξέσκεπο ατενίζει τον ουρανό
αδρανή υλικά γίνεται, στάχτες και αίμα.
Φάλαινες-στιγμές που καταβροχθίζουν
το πράσινο, θεριά και οικόσιτα
κήπους μυρωδάτους σε ανθοφορία
να εξωραΐσουν την οσμή
καμένου ανθρώπινου σαρκίου.

Μέρες άρπιες
κάθε ανατολή ξεσκίζουν
καθώς το απρόσμενο έχει εκπορθήσει
την ρευστή σταθερότητα μας.

Τανάπαλιν, μια στιγμή αγώνα κι εμμονής
μπορεί να σ’ εκτοξεύσει
όπως τον Νηλ Άρμστρονγκ…

§

 

Πηνελόπη Ζαρδούκα

Περί Ατα(ρα)ξίας

Να σηκώσω το χέρι σου να γράψεις δεν μπορώ
Και τι να γράψεις, σάμπως θέλεις;
Το μπορείς όμως αυτό με τον μηδενισμό
Είσαι μαέστρος της πιο εύηχης απραξίας
πότε πότε
Πετάς στο πάτωμα κάτι καλώδια
Κάτι βιβλία στο γραφείο
Βολεύεσαι στο αταχτοποίητο.

Η αταξία κύριε είναι θέση αρχής
Θέλει οργάνωση, ρυθμό, μια κάποια τάξη
Πώς θα ορθώσουμε το ανάστημα
Της γης οι κολασμένοι
Αν το πρωί μας ξεκινά στις τρεις

Να γράψεις, το μπορώ, τ’ ανείπωτα
Να βολευτείς, όμως, με το ξεβόλεμά σου;
Η αταξία της ψυχής θέλει μια κάποια πράξη.

 
 

Νιόβη Ιωάννου

Κειμήλιο οικογενειακό

χρόνια υπάρχεις πάνω σε κείνο το χαλί
βυθισμένος στα γόνατα
δυο μαύρες ουλές
πότε από σίδερο πότε από χώμα σκληρό
δεν ξέρω πια
μπορεί και να πέθανες
χωρίς αυξομειώσεις βάρους όλα μοιάζουν υπό έλεγχο
μόνο οι φτέρνες προδίδουν
αποδημητικές
γδέρνω το δέρμα σου
νερό και ξύδι
έτσι μου είπαν
πρέπει να καθαρίσω τα σημάδια
φοβάμαι τους κόμπους που λύνονται
ο ένας μετά τον άλλον
μαλλί και μετάξι
με πιστοποιητικό γνησιότητας
κειμήλιο οικογενειακό
κάθε πρωί σ’ ελευθερώνω
τρίβοντας
μέχρι το κόκαλο με μανία

όταν νυχτώνει επιστρέφεις στο σώμα σου

§

 

Βασίλης Γ. Νιτσιάκος

Της Περσεφόνης

Της μαύρης γης παράγγειλα
να σε κοιτά σα νύφη.
Στις δυο, στις τρεις να λούζεσαι,
στις τέσσερις ν’ αλλάζεις.
Να ρθεις μηλιά την Άνοιξη,
τα μήλα φορτωμένη.
Ν’ ανθίσεις μια, ν’ ανθίσεις δυο,
ν’ ανθίσεις τρεις και πέντε.
Και μες τις δεκατέσσερις
ο Πλούτων να σε κλέψει.
Να σε πλανέψει με φιλί,
να σε χορτάσει χάδι.
Σπόρος και γέννημα μαζί,
θανή κι Έρως αντάμα.

Τζένη Φουντέα- Σκλαβούνου

Τρία

Σε διάδρομο μακρύ και σιωπηλό
αμείλικτο, τυραννικά σοφό
τρία στοιχειά
στοιχεία της ζωής μου
συνωστίζονται:
το έτυμον των λέξεων
η αλαζονεία του φαλλού
το σημαινόμενο
του πανδαμάτορος θανάτου

Ένα βήμα πίσω

§

 

Νίκη Χαλκιαδάκη

Τα επιθήματα μπαίνουν στις πληγές

Είπες ότι θα μεγαλώσουν και δεν σε ξαναρώτησα
πίστεψα πως κάποια μέρα θα σταματήσω να στριμώχνομαι
πως κάποια μέρα θα απλωθούν οι συλλαβές, θα γίνουν χασμουρητά
Έγιναν όλα μου τα σπλάχνα μικρούτσικα, τα άκρα μου ατροφικά
ματάκια, χεράκια, μια αγκαλίτσα, ένα φιλάκι στη μανούλα
έμαθα να μην μπερδεύω το από εδώ έως μόλις που με βια μετρά τη γη
υπολόγιζα εύκολα το μήκος επί πλάτος επί όχι πολύ ύψος
έλεγα μέσα μου θα μεγαλώσουν δεν μπορεί
σαν τα μικρά κάποιου χνουδωτού ζώου
έτσι τα περίμενα
να μεγαλώσουν σε κάτι, σε σεντιμέτρ, γραμμάρια, σε λίτρα, ντεσιμπέλ, πόδια, πυρετό
σε κάτι τέλος πάντων αναιδές
να κάνουν πιο κει, μεγαλύτερη σκιά, περισσότερη φασαρία, να γίνουν ανυπολόγιστα
να μη μετράω πια
Ποτέ σου δεν μου είπες να μην τα περιμένω τα υποκοριστικά

Έργα του πρωτοπόρου ζωγράφου Γιάννη Χαΐνη που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Το 1950 αρχίζει σπουδές στην ΑΣΚΤ με τον Μόραλη. Αργότερα βρίσκεται στο Παρίσι για δύο χρόνια και παρακολουθεί μαθήματα στην Beaux Arts, στην Grande Chaumière και στο εργαστήρι του Andre Lhôte, καθώς και μαθήματα Αισθητικής και Φιλοσοφίας στην Σορβόννη. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, προσπαθεί να συγκροτήσει με άλλους νέους καλλιτέχνες και διανοούμενους κίνηση για την διάδοση της τέχνης στο ευρύτερο κοινό. Έτσι, το 1954 ιδρύεται με δική του πρωτοβουλία η «Επιθεώρηση Τέχνης», ένα από τα σημαντικότερα πρωτοποριακά περιοδικά λόγου και τέχνης της νεότερης Ελλάδας. Το 1957 κάνει την πρώτη του έκθεση στο Ζυγό.

Το 1961 ιδρύει την «ομάδα τέχνης α’» σε συνεργασία με τους Κ. Κλουβάτο, Δ. Κοκκινίδη, Κοσμά. Ξενάκη, Ελένη Βερναδάκη, Νέστορα Παπανικολόπουλο, Π. Σαραφιανό, Γ. Μαλτέζο, Αιμ. Φρέρη, Β. Δημητρέα και Κλειώ Μποσταντζόγλου-Τρίπου, στην οποία προσχώρησαν μετά και πολλοί άλλοι νεωτερικοί καλλιτέχνες της εποχής όπως οι Γιώργος Ζογγολόπουλος, Ηλίας Δεκουλάκος, Παναγιώτης Τέτσης, Βλάσης Κανιάρης, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Χρήστος Καρράς, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Κούλα Μαραγκοπούλου, Κυριάκος Κατζουράκης, Βάσω Κατράκη κ.α., με σκοπό την μύηση ενός ευρύτερου κοινού στην δημιουργία και στην «γλώσσα» της τέχνης, όπως και στο «σημασιακό φορτίο» των μορφοπλαστικών της στοιχείων, στον «θεσμικό» και παιδευτικό της ρόλο κλπ.., μέσω καλλιτεχνικών εκδηλώσεων συνοδευόμενων από συζητήσεις και σχολιασμούς σε συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αλλά και σε πόλεις της επαρχίας. (Η εξοικείωση με την τέχνη προϋποθέτει, κατά τον Χαḯνη, «γνώση και καλλιέργεια» που πρέπει να γίνουν προσιτές σε όλους.) Στην ίδια λογική, ο Γ. Χαḯνης ασχολείται με ζητήματα αισθητικής και σημειολογίας, γράφει στην «Αυγή», στον «Ζυγό», στα «Θέματα χώρου και τεχνών» και σ’ άλλα έντυπα παραμένοντας συγχρόνως μακριά από τα καθιερωμένα, εμπορευματικά κυκλώματα υποδοχής και διακίνησης της τέχνης.

Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974), αυτοεξόριστος στο Παρίσι, συμμετείχε σε αντιδικτατορικές κινήσεις και στα γεγονότα του Μάη του 1968. Εντάχθηκε στο Front des Artistes Plasticiens (FAP) και παρουσίασε το έργο του σε διάφορα πολιτιστικά κέντρα. Συμμετείχε επίσης στην επιτροπή μελέτης πολιτισμικών παρεμβάσεων με τον P. Gaudibert. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, παρέμεινε πιστός στις αρχικές του απόψεις, απέχοντας από τους θεσμικούς χώρους τέχνης.

Τα τελευταία χρόνια παρουσίασε έργα του σε ατομικές (1983: Ωδείο Αθηνών, 2013: Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Ιωνίας Βόλου) και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Είχε επίσης συμμετοχή σε εκθέσεις που οργάνωσε η «Ομάδα 4+». Το 2008 πραγματοποιήθηκε αναδρομική του έκθεση στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.