Scroll Top

Γιάννης Πανούσης – Λογοτεχνία και Κοινωνική Πραγματικότητα: ποιός υπηρετεί ποιόν και γιατί;

 Στο θέατρο ο λόγος ντύνεται σάρκα, στην ποίηση ντύνεται άνεμο και στην πρόζα ντύνεται γυμνές πατούσες

Αργ.ΜαρνέροςΔιαδρομές

Το μέγα ερώτημα παραμένει ανοικτό: η Λογοτεχνία θέτει ερωτήματα ή απαντάει σε (δικά της) ερωτήματα; Μήπως οφείλει ν’απαντάει στα ερωτήματα των άλλων [πολιτικής, Κοινωνίας, Θρησκείας, Επιστήμης];
Επειδή η απάντηση είναι δυσχερής θα επιχειρήσω να φωτίσω κάποιες πτυχές [συχνά με τη μορφή ερωτημάτων]:

1. Ποιο αρχέτυπο υπηρετεί άραγε το μυθιστόρημα; Μήπως εκφράζει μυθοποιημένες απάτες του νου, δηλαδή μια ψυχαναλυτική λογοτεχνία (επαγωγική, διαλεκτική αλλά και αινιγματική), ή μήπως (εμ)παίζει με τα κρυφά νοήματα;
Πρόκειται για ηθογραφικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, ιστορικά διηγήματα ή μήπως επικρατούν επιστημονικο-ερευνητικοί πειραματισμοί ως γέφυρες εποχών;
2. Γνωστά όλα τα στοιχεία, ασύνδετα μεταξύ τους; Άγνωστα όλα, συνδεδεμένα μεταξύ τους;
Αυτό [μοιάζει να] είναι το πλαίσιο. Το ελλιπές, αφηρημένο, αφαιρετικό, ασαφές. Πρέπει όμως να συμφωνήσουμε και για το περιεχόμενο.
Η Λογοτεχνία δεν παραποιεί τη σημασία των όρων. Ό,τι λέει ισχύει, ό,τι συμβαίνει καταγράφεται (έστω και με απλοϊκό τρόπο).
Ο μύθος στη λογοτεχνία έχει συχνά πολυσημίες αλλά σε κάθε περίπτωση όλα τα μορφικά είδη γεννώνται από την ίδια μήτρα: αυτή της ταραγμένης ψυχής και των διαταραγμένων σχέσεων.
Ψυχοκριτική παθογραφία που άλλοτε στοχεύει στην –κατά Πλάτωνα– απελευθέρωση (από τα δεσμά της εξωπραγματικότητας) κι άλλοτε στην απολύτρωση (από τις τύψεις/σκιές της εσωτερικής πραγματικότητας).
Το ψυχαναλυτικό περιεχόμενο δεν δικαιώνει όμως σε καμία περίπτωση την ανούσια μορφή ή την αδυναμία κατανόησης.3. Η αφηγηματική ψυχολογοτεχνία, όπου ο συγγραφέας είναι τα πάντα (παρατηρητής, αποκρυπτογράφος κ.λπ.) καταλήγει συνήθως σε μια αυτο-ψυχοκριτική ή σ’ ένα (αμοιβαίο;) βιασμό της μερικής αλήθειας από τον συγγραφέα και τους αναγνώστες.
Ο επιστήμων-συγγραφέας όταν καθίσταται μάντης και όταν ο αφελής(;) ερμηνευτής χάνει τον μπούσουλα καθώς οι υποθέσεις προς έρευνα τον ξεπερνούν, η λογοτεχνία ηττάται.
Από την άλλη ο συγγραφέας όταν λειτουργεί σαν «παραλογοτέχνης» στερείται πνευματικότητας γιατί κινείται σε ρηχά νερά.
Η Λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι ή happening ”χρήσιμων ηλίθιων’.
Η αξία του μυθιστορήματος βρίσκεται στην κατανόηση του «μέσα» κόσμου των ηρώων και ο εμπλουτισμός της συνείδησης του αναγνώστη με νοήματα ή και αισθήσεις/αισθήματα που έχουν απελευθερωθεί από κλισέ πολιτικο-ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Ζώσα λογοτεχνία δεν σημαίνει stories ως ουρές των [όποιων] συγκυριών.
Η Λογοτεχνία μπορεί να «γέρνει» προς την ψυχολογία ή τη φιλοσοφία, το πολιτιστικό περιβάλλον ή την τοπογραφία των συγκρούσεων και ρήξεων, την τραγωδία ή την ηθική, τις ερινύες ή τις ευμενίδες αλλά θεωρώ λάθος άλλοτε να μας παραμυθιάζει κι άλλοτε να μας λοβοτομεί. Δεν πρόκειται για λογοτεχνικό ”σφαγείο” ανθρώπινων υπάρξεων[μέσω στερεοτύπων και προκαταλήψεων],δεν αντιπροσωπεύει το ηρωικό/ηθικό ιδεώδες και σε κάθε περίπτωση δεν υποδύεται τον συλλογικό διανοούμενο[μέσω μίας ορθοπολιτικής ή στρατευμένης τέχνης].
Η φαντασία και η- ποιητική άδεια-αφήγηση δεν ταυτίζονται με τις φαντασιώσεις μιας ανορθολογικής υπερπραγματικής γραφής που συχνά υποκύπτει στην ιδεολογία της εξουσίας ή της αγοράς.

4. Ο συγγραφέας μπορεί να εκκινεί από μια έμπνευση της στιγμής αλλά οφείλει να έχει όλη εκείνη τη θεωρητική γνώση και την επικοινωνιακή δεξιότητα ώστε να ακολουθήσει κανόνες γραφής που θα υπηρετούν ένα διανοητικό/πολιτιστικό σχέδιο.
Η τυποποίηση χαρακτήρων, η μονοφωνική αφήγηση, η αφελής προσέγγιση των σχέσεων αποστεώνουν το έργο και το καθιστούν ‘απολαυστικό’ μόνο σε ειδικές γνωστικές ομάδες.
Κανένας δεν πρέπει να αισθάνεται «πλανημένος» στη λογοτεχνία. Ούτε ο συγγραφέας, ούτε ο αναγνώστης. Εφόσον βέβαια το έργο διαθέτει αισθητική αξία. Το κείμενο, οι απαίδευτοι αναγνώστες και οι ατάλαντοι συγγραφείς μπορεί να συναντηθούν μόνο σε μια μεταμοντερνιστική παραμυθητική ευθύγραμμη φαντασίωση όταν ο άτεχνος λόγος ή το άχρηστο περιεχόμενο δίνουν βάση στο να παρεξηγηθεί η ίδια η λογοτεχνία.

5. Το κρίσιμο δίλημμα όμως επανέρχεται.
Ποιό είναι το καθαρόαιμο λογοτεχνικό μυθιστόρημα που υπερβαίνει τις δημοσιογραφικές πηγές και περιγραφές;
Ποιά γεγονότα, πρόσωπα, σε ποιούς χρόνους/τόπους και για ποιό λόγο συγκροτούν μια ενότητα λογοτεχνικής πλοκής;
Από πού εμπνέεται ο συγγραφέας; Από την πολιτικοκοινωνική καθημερινότητα ή από τα μεγάλα (άλυτα;) μυστήρια της Ζωής και του Θανάτου;
Μήπως η λογοτεχνία για να πάρει τις αποστάσεις της από την αντι-ηρωϊκή συγκυρία θά πρεπε να (ξανα)ψάξει την έμπνευσή της στην ουσία της αρχαίας τραγωδίας;
Μακριά από μύθους μετουσίωσης και μεταψυχολογίας που κρύβουν μια κοινωνική ιδεολογία οι συγγραφείς πρέπει κατά βάση να γράφουν κυρίως για τους κατοπινούς κι όχι για τους σημερινούς αναγνώστες;
Από τη λογοτεχνική ιστορία (που συχνά μετατρέπει τα πραγματικά γεγονότα σε φαντασιακές καταστάσεις) μέχρι τη δραματική τέχνη (ως ψυχολογία του βάθους της συνείδησης μέσω του μετασχηματισμού των συναισθημάτων), από την ονειρο(συγ)γραφή (που αποπληρούται στην κάθαρση μετά από μια δοκιμασία του ίδιου του συγγραφέα) μέχρι το νέο ψυχοκριτικό μυθιστόρημα η απόσταση δεν είναι μεγάλη αλλά χρειάζεται τόλμη.
Το γιατί γράφει κάποιος λογοτεχνία και για το ποιόν γράφει πολλές φορές στέκουν μετέωρα αναζητώντας απαντήσεις από τους ιστορικούς, τους κριτικούς, τους διανοούμενους.
Το πότε όμως, έχει τη δική του σημασία (π.χ. πριν ή μετά την «τραγωδία»;).

6. Ο συγγραφέας γράφοντας φτάνει στον ασυνείδητο ψυχισμό (του ίδιου και των ηρώων του) κυρίως μέσω της έλξης και της ανακουφιστικής (για ποιόν;) κάθαρσης.
Ενδιαφέρεται όμως πάντοτε ο συγγραφέας [ως πρόθεση του ίδιου (intention auctoris) ή του κειμένου του (intention operis) για τον τρόπο που διαβάζει ο αναγνώστης την πλοκή και ηθική του μυθιστορήματος (intention lectoris)]; Ή αρκείται στο να αφηγείται το δικό του story με τους δικούς του κώδικες ανά-γνωσης;

Ο συγγραφέας οφείλει να παρ-ακολουθεί τη σπειροειδή κίνηση της Ιστορίας και να προσπαθεί να κατανοήσει τις παρεκκλίσεις της εξουσίας. Η ταραχώδης πολιτική ατμόσφαιρα πολλών περιόδων, η παραδοσιακή κλειστοφοβική κοινωνία με τις οικογενειακές συγκρούσεις ζήλιας κι εκδίκησης συνθέτουν ένα παζλ ,του οποίου πολλά κομμάτια είναι γνωστά αλλά τα βασικά στοιχεία, που θα ολοκληρώσουν την εικόνα, ελλείπουν. Έτσι τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: μπορεί και πρέπει να παίξει η λογοτεχνία το ρόλο ενός[έστω επικουρικού] φορέα δημόσιας ιστορίας, είτε με τη λογική της διαμόρφωσης κοινωνικής συνείδησης, είτε ως αφήγημα [ανεπίσημων] ντοκουμέντων που δικαιώνουν νικητές ή ηττημένους; Και κατ’ επέκταση: το μυθιστόρημα συνιστά μία τέχνη [και τεχνική;] εκπαίδευσης των αναγνωστών στον εντοπισμό χαμένων ταυτοτήτων, στη διαχείριση τραυμάτων ή στην άσκηση πολιτικής κριτικής;
Κατά τη γνώμη μου οι προσωπικοί και οι αστικοί μύθοι ευαίσθητων κεραιών και θεμάτων, με βάση τους ψυχισμούς παρελθόντων ετών, δεν συμβάλλουν στη δημιουργία χημείας αληθειών αλλά καλλιεργούν αλχημείες ιδεοληψιών. Η αναζήτηση των αυθεντικών ιστορικών γεγονότων θα πρέπει να συμβαδίζει με τη δεοντολογία του ίδιου του συγγραφέα ν’αποφύγει να καταστεί [άθελά του;] κήνσορας/δικαστής/ δήμιος ή να σκοτώσει τη μνήμη μέσω της λογοτεχνικής απόδοσης. Μπορεί στην τέχνη ‘ο σκοπός ν’αγιάζει τα μέσα’ αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας επιτρέπεται να πιέζει τον κάθε αναγνώστη να διαβάσει την ιστορία με τα δικά του μάτια ή να υιοθετήσει τα δικά του μηνύματα και τις υποκρυπτόμενες πολιτικές του αξίες.
Θεωρίες και πράξεις εκτός ορίων καθώς και κοινόχρηστοι μύθοι πολλαπλών ερμηνειών και συγκρουόμενων ηθικών καθηκόντων δομούν κι αποδομούν τα γεγονότα αναδιατάσσοντας σχέσεις κι αναθεωρώντας αλήθειες. Οι διηγήσεις μνήμης, χωρίς την ανασκαφή του βάθους των παθών, οδηγεί σε αποκλίσεις οπτικής γωνίας, ικανής ν’ανατρέψει τη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος. Ωραιοποιήσεις, εξωρα’ι’σμοί κι εξιδανικεύσεις ,και κυρίως η ένταξη της λογοτεχνίας στον κόσμο των ιδεών κι όχι των συναισθημάτων, ‘καθοδηγούν’ τον αναγνώστη στο να ψάχνει για τον [ιδεολογικό;] εχθρό, για τον ‘κακό λύκο’. Η κριτική και η αμφισβήτηση των [αστικών;] αξιών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνίας στο βαθμό που δεν υποκρύπτει στοιχεία κοινωνικών ανατροπών, διότι τότε μετουσιώνεται σε μανιφέστο, το οποίο εκφεύγει από το χώρο της τέχνης στοχεύοντας στην πολιτική ‘αναγόρευση ηρώων [ταξικής;] πάλης’. Η λογοτεχνία δεν καθίσταται λαϊκή λογοτεχνία επειδή δοξολογεί το προλεταριάτο, ως οιονεί-κόκκινη λογοτεχνία ή επειδή διακινεί υποδόρεια ρατσιστικές και διχαστικές ψευδοθεωρίες. Το μυθιστόρημα δεν απομυθοποιεί, ούτε απομαγεύει την Ιστορία γιατί οι δικοί του μύθοι δεν είναι άλλοι από εκείνους της αρχαίας τραγωδίας [με τους δικούς της Μινώταυρους, τις θυσίες των θυμάτων, τις ενοχές των δραστών, τις εξιλεώσεις κλπ] και δεν σχετίζονται ευθέως με τα τρέχοντα πολιτικά μυθεύματα.

7. Οι μύθοι, ως πολιτισμικά φανερώματα, ως ‘ιστορίες που δεν έγιναν’, αναπτύσσονται συνήθως σε κλειστά κοινωνικά συστήματα, αντανακλούν τοπικές κοινωνικές αξίες και επηρεάζουν τη γραφή στο βαθμό που ερμηνεύονται σωστά οι ψυχικοί μηχανισμοί αντί-δρασης, τόσο στο φαντασιακό επίπεδο της απωθημένης επιθυμίας, όσο και στη διαδικασία της ρήξης. Οι φροϋδικοί ελεύθεροι συνειρμοί, όσο γοητευτικοί κι αν είναι στην ψυχανάλυση, δεν μπορεί ν’αντικαταστήσουν τις αποδείξεις. Το παιχνίδι της φαντασίωσης, όταν αναμιγνύεται με τα γεγονότα, καταλήγει στην αλλοίωση των εννοιών και σ’ επικίνδυνες ατραπούς παρερμηνειών. Όπως είναι φανερό το ασυνείδητο δεν μπορεί να επικυριαρχεί επί μακρόν στο συνειδητό διότι τότε δεν θα καταλογίζεται σε κανέναν ενοχή. Η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας μπορεί να είναι στιγμιαίο παίγνιον αλλά δεν αποτελεί τη βάση της δια-πλοκής.Η αληθοφάνεια γίνεται λογοτεχνικά αποδεκτή αλλά δεν επιτρέπονται οι παραπλανητικές παρακάμψεις της λογικής.Η ονειροφαντασία και το εξωπραγματικό έχουν όρια ως προς τη σχέση προσδοκώμενου και πιθανού. Η χίμαιρα και η οπτασία δεν πρέπει να έχουν παραισθησιογόνο επίδραση και να καταλήγουν σ’ επιστημονικές φαντασιώσεις. Η μυθοπλαστική υπόθεση επειδή οι ‘πραγματικότητες είναι πολλές, με συνέπεια συχνά να υπερβαίνουν τη φαντασία, σε καμία περίπτωση δεν είναι ορθό να παραβιάζει τους κανόνες της επιστήμης. Το μυθιστόρημα ”δεν είναι μια άλλη χώρα”, αλλά ο δημόσιος τόπος και ο προσωπικός ζόφος, όπως διαπλέκονται π.χ στο έγκλημα κι όπως τα διαχειρίζεται μια πάσχουσα κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου το μυθοπλαστικό story δεν είναι ‘μία ιστορία απελευθέρωσης’, μία νόθα προσομοίωση διπλών μύθων [καλού/κακού] ή αλλομορφίας [να είναι και να μην είναι ο κάθε ήρωας ο πραγματικός εαυτός του], γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος ο μεν αναγνώστης να μετακινηθεί ανεπιγνώστως από τη μία στην άλλη άκρη του ηθικού φάσματος, ο δε συγγραφέας να ταυτισθεί με την Ανομία .Το παιχνίδι, ανάμεσα στο ”τι είναι και τι δεν είναι”, δεν πρέπει ν’ αποκτά χαρακτηριστικά ενός απλού ‘σιγανού ψιθυρίσματος’, ενός υπαινιγμού ή μιας ηχούς.Το να είναι ένας ήρωας ταυτόγχρονα μισάνθρωπος και ευαίσθητος,σοφός κι ελαφρύς,του ξεχωριστού και του συνηθισμένου, των παρασίτων και των στοιχειωμένων δεν ενδιαφέρει τόσο,όσο οι όποιες αλληγορίες να μην είναι ‘ξεκάρφωτες κι αλλοπρόσαλλες’ ,αλλά να αναφέρονται στην, απροσδόκητη ή μη, κάθαρση.

8. Αν πρόκειται για μία γοητευτική λογοτεχνία, με χιούμορ, δράμα,αγωνία, αν οι ήρωες δεν είναι απλώς ‘χάρτινοι’ αλλά οιονεί- ζωντανά όντα με συναισθήματα και με παθιασμένους χαρακτήρες, τότε το όλο story δεν αποτελεί μία απλή κοινότοπη εξομολόγηση ή μια συνταγή για υπαρξιακή φιλοσοφία ή έναν ειρωνικό whataboutism [που μεταφέρει τις ενοχές στους άλλους], αλλά ενδεχομένως εκφράζει την ηθική άποψη του ίδιου του συγγραφέα. Από την άλλη η αναγωγή της λογοτεχνίας στην πιστή απεικόνιση της πραγματικής ζωής αποστερεί κι αποστεώνει το φαντασιακό με συνέπεια οι εφιάλτες του Κάφκα και η συνειδητοποίηση της ψυχικής κόπωσης του Καμύ να χάνουν την αξία τους. Όλα συνεπώς είναι ζήτημα ισορροπίας. Το φαντασιακό, το συμβολικό και το πραγματικό διαπλέκονται και μέσω της μετάθεσης, της μεταφοράς και της μετωνυμίας αναδεικνύουν όλο το ψυχαναλυτικό βάθος των καταστάσεων.
9. Το μυθιστόρημα δεν είναι ούτε ένα διεγερτικό ναρκωτικό, το τέλμα ενός κακού ή μιας αυταπάτης, η απονομή μιας εσωτερικής δικαιοσύνης ή εντέλει το αποτέλεσμα μιάς οιονεί-μαγγανείας που κάνει τον αναγνώστη ‘να βλέπει τον κόσμο ανάποδα’ [δηλαδή να δια-κρίνει πρώτα τα κρυμμένα μυστικά, ενώ στη ζωή όλα στέκουν φανερά μπροστά του]
Στο ερώτημα ‘πόσο σκληρός και τρυφερός μπορεί να είναι ένας συγγραφέας’ ή αν θέλει να είναι ταυτόχρονα ποιητής, μυθογράφος και ιστορικός εξαρτάται από το αν συνδυάζει το καθολικό με το μερικό ή το ατομικό, αν ξεχωρίζει την επιστημονική πτυχή από την ιδεολογία και κυρίως αν αποφεύγει ηρωοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις .Αν κρατάει αποστάσεις για να μη μετατραπεί [άθελά του;] σ’ έναν ηθικολόγο ή κοινωνιολόγο. Το πολιτισμικό ή τραγικό στοιχείο πρέπει να υπερέχει ακόμα κι όταν η αναφορά γίνεται στο ιστορικό παρελθόν διότι οι μονοδιάστατες αλήθειες, σ’έναν περίπλοκο κόσμο, δεν θεμελιώνονται πλέον ούτε στη μυθοπλασία. Άλλωστε το μυθιστόρημα δεν έχει ως βασικό στόχο να λειτουργήσει σαν ‘θεραπευτική λογοτεχνία’.
Στρατευμένος, ιδεαλιστής, ανένταχτος, φορμαλιστής ο συγγραφέας οφείλει να μην πέσει στην παγίδα του ”να γράψει όπως του είπανε”, δηλαδή σαν πολιτικός διαφωτιστής, ούτε βέβαια να θέλει να γίνει του συρμού, με την έννοια της παραγωγής ‘καταναλωτικών έργων’. Η ιδεολογία ή η πολιτική στράτευση του συγγραφέα ανθρώπινων ιστοριών, ακόμα κι όταν παραβλέπει τη λογοτεχνική πλευρά του κειμένου του [ασχολούμενος με υπεράσπιση ιδεών], δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το πλαίσιο του κοινωνικού μυθιστορήματος και να καταλήγει σε μανιφέστο εξιδανικεύσεων. Από τη ‘λευκή γραμμή ‘[écriture blanche] του Ζ.Π.Σάρτρ μέχρι την ‘ουδέτερη γραμμή’ [écriture neutre] του Ρόλαντ Μπαρτ, αν παρεισφρέει κάτι άλλο πέραν της λογοτεχνικής γλώσσας, και μόνον αυτής, τότε δεν έχουμε αφηγητικό κείμενο συγκίνησης αλλά μπροσούρα με ιδιώματα αμφιθεάτρου ή μπαλκονιού.
Ο συγγραφέας, δεν επιτρέπεται να είναι ‘παρτιζάνος’, ορίζοντας εξαρχής ”με ποιόν είναι”[whose side are you on ?]. Η κρυφή γοητεία της λογοτεχνίας δεν δικαιολογεί σύγχυση ιδεολογίας και τέχνης. Μπορεί άλλοι συγγραφείς να γράφουν για να κάνουν τέχνη κι άλλοι να γράφουν για να εκφράσουν μία ιδέα [Ronald Barthes],αυτή όμως η διάκριση δεν πρέπει να χαρακτηρίζει το γράψιμο καθεαυτό. Η λογοτεχνία ,όπως και ο κινηματογράφος, εκφράζουν στάσεις, αξίες, πεποιθήσεις και συμπεριφορές μιας εποχής, ίσως –αλλά όχι πάντοτε- και μιας κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας, όμως οι απλοϊκές αναφορές του συγγραφέα σε ιδεολογικοκοινωνικές ‘τάσεις’ συνήθως δεν καθιστούν το μυθιστόρημα λογοτεχνικά ενδιαφέρον.
Όταν όμως ο συγγραφέας επιχειρεί αντιστροφές στο ηθικό πεδίο, μέσα από παιχνίδια ταυτίσεων, όταν φαντασιώνεται ενοχές των ‘άλλων’, τότε δεν υπηρετεί κάποιο ”καταπραϋντικό σύστημα”, αλλά μία μονομανία νοθευμένης έμπνευσης, η οποία συχνά συνδυάζεται με θολούρα εννοιών..
Η τριλογία της λογοτεχνίας ”Έρωτας-Θάνατος-Εξουσία” δεν είναι μόνο λέξεις. Είναι ουσία. Συνεπώς ο συγγραφέας δεν είναι υπεύθυνος μόνο γι’ αυτό ‘που λέει ότι σημαίνει η κάθε του λέξη’ αλλά και για την προκαλούμενη ”πλάνη προθέσεων” [intentional fallacy] κι επαληθεύσεων, που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη, μέσω απαγορευμένων κι αυτοδιαψευδόμενων τεχνικών, οι οποίες συγκροτούν μία διαφορετική από την υπάρχουσα πραγματικότητα.
10. Όπως ο φιλόσοφος δύσκολα γίνεται πολιτικός, όπως ο άνθρωπος του μίσους δύσκολα γίνεται άγιος, έτσι και ο συγγραφέας δύσκολα θα γίνει πολιτικός συγγραφέας [μηνυμάτων;] και οιονεί-ιστορικός συγγραφέας (αληθειών;). Παρά την πολλές φορές γραμμική ανάλυση/ανάπτυξη των ιστοριών, η πολιτική οπτική/αφετηρία του συγγραφέα συχνά επικαθορίζει διάφορα στοιχεία [δραστών, θυμάτων, καταστάσεων κλπ], αρκεί όμως να μην παραβιάζει τα όρια της λογοτεχνικής δεοντολογίας, διότι τότε δεν παράγει λογοτεχνικό κείμενο. Μπορεί περιοδικά, μυθιστορήματα, ταινίες ν’ αντανακλούν την εποχή τους σε όλα τα επίπεδα, αλλά ο συγγραφέας δεν υποχρεούται ν’ ακολουθεί την τρέχουσα ηθικο-πολιτική προσέγγιση. Πάλι πρόκειται για ζήτημα ισορροπίας. Άν και αρκετοί θεωρούν το μυθιστόρημα ‘ως τη μεγάλη ηθική λογοτεχνία της εποχής’ πιστεύοντας ότι ‘η φωνή του συγγραφέα πρέπει να συντονίζεται με την ηχητική του καιρού της’, η αλήθεια βρίσκεται στη μέση κι αφορά στην ανεξαρτησία σκέψης και γραφής.
11. Η βράβευση του Μπόμπ Ντίλαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016 ξαναέθεσε το ερώτημα για το “τί είναι λογοτεχνικό έργο”. Αν αληθεύει ότι “η λογοτεχνία καθρεφτίζει τις περιπέτειες που κοιμούνται μέσα μας, μας τραντάζει γερά, μας υπενθυμίζει όσα νομίζαμε πως δεν ξέραμε ενώ τα κουβαλούσαμε μέσα μας”, τότε δεν μένει παρά να την οριοθετήσουμε και να την ορίσουμε. Να δηλώσουμε δηλαδή ποιές [δι] ανθρώπινες πράξεις/συμπεριφορές[είτε αφορούν σ’ένα πρόσωπο είτε αναφέρονται σε μάζες] αξίζει να ‘εκφραστούν’ λογοτεχνικά χωρίς να γίνουν απλά καταναλωτικά προϊόντα ή πεδίο αυτο-επιδειξισμού του συγγραφέα.
Ρομαντισμός και θρύλοι, λογιοτατισμός και ιστορικό μυθιστόρημα, θαυμαστός φανταστικός κόσμος και ψευδαισθήσεις πραγματικού, μεταφυσική και προσωπεία/μάσκες, αλήθειες διπλής όψης [“αλήθεια στην τέχνη είναι εκείνο που η αντίφασή του είναι επίσης αλήθεια”], ψευδείς ή ημι-κατασκευασμένες μαρτυρίες, νεωτερισμοί, αναπλάσεις κι αναδημιουργίες συγκροτούν το λογοτεχνικό πλαίσιο ονειροπόλησης.
Τα ερωτήματα ανοικτά.
‘Οι Τέχνες δεν δανείζονται από τη ζωή αλλά η μία από την άλλη’;
Η λογοτεχνία προπορεύεται της ζωής;
‘Η ζωή μιμείται την Τέχνη πολύ περισσότερο απ’ ότι η Τέχνη μιμείται τη ζωή’;
‘Η Τέχνη εκφράζει μόνο τον εαυτό της’;Αναπαράσταση της πραγματικότητας ή και μεταμόρφωση/παραμόρφωσή της, σύνδεση τέχνης και δια/κατα/στροφής, ήλιου και σκοταδιού, έρωτα και θανάτου προσδίδουν στο μυθιστόρημα μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα [έξω] λογικής πλοκής.
Το αν το μυθιστόρημα θέτει ερωτήματα και διλήμματα, αν είναι αμφίσημο ή δίκοπο, αν οφείλει ν’ ακολουθήσει τη μοντέρνα αυθεντική τέχνη ή το μεταμοντέρνο κύμα του λαϊκισμού και της’ ακατάσχετης μαζικής κουλτούρας'[διασκέδασης και ψευτοφιλοσοφίας], θα φανεί πολύ σύντομα.
Μίμηση κι αντικατοπτρισμοί δεν συνιστούν όμως σε καμία περίπτωση προτερήματα για τον συγγραφέα[αν βέβαια δεν θέλει απλώς ‘να υπηρετεί την εξουσία ή να μεταμφιέζει την πραγματικότητα’]. Η παραβατική π.χ πεζογραφία[ηθογραφική ή ηθικολογούσα] διατρέχει τον κίνδυνο να ισοπεδωθεί από τις παραναγνώσεις ή τις ιδεολογίες τής ανάγνωσης, από τις αποκλίσεις και τις αναδιηγήσεις, που στο όνομα της περιγραφής μιας ιστορίας, δημιουργούν αντισύμβολα και αντιαξίες προς όφελος ατόμων ή ομάδων.
Καθώς δεν υπάρχει λογοτεχνία δίχως ενσυναίσθηση, ο συγγραφέας πρέπει ν’αποφασίσει προς τα πού/ποιόν ‘θα γείρει’. Σε ποιες αλήθειες και σε ποιες πραγματικότητες.

12.Το αν η λογοτεχνία [κατα] κρίνει [και ποιούς], το αν απαντάει σε όλα τα “γιατί;”, το αν έχει διαχρονική αξία ή απλώς αποτυπώνει γεγονότα του συγκεκριμένου τόπου/χρόνου αποτελούν ζητούμενα. Κρίσιμο πάντως στοιχείο παραμένει το αν υπάρχει λαϊκή ‘καταπίεση’, απαιτήσεις κι επιροές κοινού που θέλουν να κατευθύνουν τον συγγραφέα ώστε αυτός να γράφει “για τους άλλους” κι όχι σύμφωνα με τη δική του έμπνευση. Η χυδαιότητα και το κακό γούστο των [όποιων] αναγνωστών, οι προκαταλήψεις και οι σκοπιμότητες των ‘διαφόρων κύκλων’ καθοδηγούν το χέρι του συγγραφέα, ο οποίος παράγει έργα “με το κομμάτι” ή κατ’εντολήν/απαίτησιν [on demand], συνήθως κοινότοπα και κοινότυπα.
Υψηλά νοήματα και υπαρξιακοί συμβολισμοί δεν μπορεί να είναι συμβατοί με τις αλλοπρόσαλλες παραξενιές του κοινού ή με το πληκτικό είδος [genre ennuyeux] της αυτο-επανάληψης ή της ανα-κατασκευής ηρώων-αντιγράφων άλλων. Άρα ο τρόπος του συγγραφέα παίζει πάντοτε τον καθοριστικό ρόλο.Απρόσωπη τέχνη, όπου το πραγματικό και το φανταστικό ‘συγχωνεύονται’ όταν ο συγγραφέας κρύβεται πίσω ή μέσα στο έργο του, όταν το Κακό εξαγνίζεται ή αποκτά άλλο βάθος και νόημα, όταν οι παραισθησιογόνες χίμαιρες και οι μεταφυσικές καταστάσεις μετουσιώνονται σε νέα κοσμογονία και το απόκοσμο ονομάζεται ψυχολογικός ρεαλισμός και το σκότος απλή μελαγχολική μοναχικότητα έχουν γίνει της μόδας.

13. Το γεγονός ότι πολλοί συγγραφείς/ήρωες είναι ταυτόχρονα αριστεροί, αριστοκράτες, πράκτορες, ότι ορισμένοι συγγραφείς χαρακτηρίζονται καταραμένοι ή εγκληματοειδείς δεν σχετίζεται τόσο με τις λογοτεχνικές μεταμορφώσεις/απομιμήσεις όσο με την ένταξη του συγγραφέα στην πνευματική ελίτ ή στο περιθώριο. Από την άλλη η ελευθεριακή [libertaire] προσέγγιση θεμάτων, οι “αποκαλυπτικές αποκρύψεις”, οι δημαγωγικές ρητορικές, οι εικονικές αποδομήσεις/απελευθερώσεις δημιουργούν συχνά την αίσθηση ότι ορισμένοι συγγραφείς λειτουργούν πολλές φορές σαν ρεπόρτερς ή σχολιαστές. Μυθιστορήματα-‘μαρτυρίες’ ή ανέξοδες ιδεολογικές κατασκευές, [στις οποίες ούτε οι ίδιοι οι γράφοντες δεν γνωρίζουν το τέλος της ιστορίας], δείχνουν ότι κάποιοι έχουν ξεμείνει από ιδέες ή από ‘αόρατες κεραίες’ με συνέπεια απλώς να αναπαράγουν την επικαιρότητα με “γρήγορα κείμενα” χωρίς έρμα. Καλός όμως συγγραφέας δεν είναι ο δημοσιογραφών γραφιάς ιστοριών.
14. Η ‘λογοτεχνία της οργής’, τα ταξίδια της βίας με πολλούς [λαθρ]επιβάτες και οι συν-τεταγμένες του Κακού (προβληματικά άτομα, υποβαθμισμένοι χώροι, ανεπαρκής κοινωνικός έλεγχος, έλλειψη προοπτικής) δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν ένα μυθιστόρημα ‘άξιον λόγου’. Οι κατασκευές τύπου tartan και Caledonian antisyzygy (σύζευξη αντιθέτων) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τη λογική και την αυτοκρατορία των ενδείξεων/αποδείξεων, δηλαδή το επιστημολογικό μοντέλο και –λογοτεχνική αδεία;- να περι-πλανώνται στο εξωπραγματικό και το φαντασιακό.
Προφανώς το μυθιστόρημα δεν είναι ‘ένα φιλοσοφικό καφενείο’, όπου τα ετερόκλιτα πολιτισμικά περιβάλλοντα αποδέχονται ένα κοινό μοτίβο, ενώ οι παίκτες/θεατές/αναγνώστες-εν είδει 12 ενόρκων-ετοιμάζουν την ετυμηγορία τους με βάση στερεότυπα, προκαταλήψεις ή παραδόσεις, που αφορούν στις ζωές των άλλων. Δεν είναι όμως και διήγημα επιστημονικής φαντασίας. Πολλές φορές κυριαρχεί το αδύνατο επειδή το δυνατό έχει χάσει τη λάμψη του, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητος ένας μαγικός μετα-ρεαλισμός προκειμένου να σπάσει η ανιαρή επανάληψη της επίπεδης αφήγησης. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνιστά προστιθέμενη αξία στο λογοτεχνικό επίπεδο.
Ο συγγραφέας μας ταξιδεύει σε μέρη όπου και ο ίδιος καθίσταται συνταξιδιώτης στα πάθη και στα λάθη, καθώς δεν παίζει το ρόλο ενός “τυφλού ωρολογοποιού” που βάζει μπρος τους μηχανισμούς του μυθιστορήματος μη-ενδιαφερόμενος για την κατάληξη. Το αν η επαληθευσιμότητα των επιχειρημάτων ή των καταστάσεων δεν τον απασχολεί, εφόσον μερικοί υποκύπτουν στον φιλολογικό λαϊκισμό του ‘όλα γίνονται’ ή υιοθετούν τη λογική της παραδοξότητας, τούτο όχι μόνον καθιστά το εγχείρημα έωλο αλλά και τον συγγραφέα αναξιόπιστο.
15. Η ‘λογοτεχνία των διανοουμένων’ και η διανόηση των λογοτεχνών δεν ασχολούνται με το πως θ’ αλλάξουν τη ζωή αλλά με το πως θα περι-γράψουν καλύτερα [ή και βαθύτερα] ‘το χάρτινο σύμπαν’ και ‘την άσχημη πραγματικότητα’. Είτε εμφανίζουν τα φαινόμενα ως στόρυ, είτε τα αναλύουν ως ειδικοί της κρίσης, ένα είναι το βέβαιο: οι συγγραφείς ”βλέπουν τον κόσμο από ψηλά” [ίσως και από μακριά]. Το άγχος της ταχείας κι επιτυχημένης κυκλοφορίας αφήνει λίγα περιθώρια για μια απολαυστική γραφή και για την αντίστοιχη χαρά της φιλαναγνωσίας. Από την άλλη πολλοί συγγραφείς μεταποιούν το βιωμένο υλικό ζωής τους ή προβάλλουν τις μεταμορφώσεις τους σε μία μετα-μυθοπλαστική αφήγηση κρίσιμων καταστάσεων.. Εμμονές και φόβοι, μίξη αλήθειας και ψέματος, ηθικά διλήμματα εμ-παθών πιέζουν τους ήρωες να ζήσουν διαφορετικές ζωές [μία η πραγματική-ίσως του ίδιου του συγγραφέα-, μία δεύτερη η μυθοπλαστική και μία τρίτη η αναγνωστική]. Τέλος ορισμένοι συγγραφείς πιστεύουν ότι θα εμπνευσθούν ένα έργο όπου θα κατασκευάσουν [άρα δεν θα λύσουν] το ‘τέλειο έγκλημα’ ή ότι θα πετύχουν την απόλυτη κάθαρση κι έτσι πειραματίζονται εσαεί στην αναζήτηση εκδοχών μιας ‘λογοτεχνίας της εξαίρεσης’. Σε αυτή την κατηγορία ίσως πρέπει να εντάξουμε και όσους ασκούν πολιτική μέσω της [αστυνομικής;] ιστορίας. Στους συγγραφείς παρόμοιων περιπετειών άλλοτε κυριαρχεί ‘ο πόλεμος μνήμης’ και η ιδεολογική/εργαλειακή χρήση της Ιστορίας κι άλλοτε επικρατεί η δίγλωσση χρήση όρων μετα-αλήθειας.
Η σύνδεση π.χ. ιστορικού υλισμού, μαρξιστικής θεωρίας και μυθιστορήματος, ενώ έχει πολιτικό ενδιαφέρον, περιορίζεται σε μία μονοδιάστατη προσέγγιση υποτιμώντας ταυτόγχρονα [ως δήθεν ‘αθώο’] τον συγγραφέα. Ούτε η δικαιολόγηση του θανάτου [του εχθρικού- άλλου;], ούτε η λογική της τάξης ή η διαιώνιση της αδικίας αρκούν ως επιχειρήματα για την εδραίωση μιας ‘έγχρωμης’ λογοτεχνίας.
Οι συγγραφείς κινούνται άνετα [ή και άναρχα] από τη Μυθολογία στην Πολιτική, από την Πολιτική στην Οικονομία, από την Οικονομία στην Κοινωνιολογία, από την Κοινωνιολογία στην Ψυχανάλυση, σκοτώνοντας όμως κατά τη διαδρομή αυτή το στοιχείο της Τραγωδίας. Κοιτάζοντας, πολλές φορές με φακούς μυωπίας, το παρόν ο συγγραφέας αδυνατεί να προβλέψει το μέλλον γι’ αυτό οι θεωρίες του ‘πεθαίνουν γρήγορα’, χαμένες μέσα σε πολιτικούς ωφελιμισμούς της συγκυρίας και ακραίο αισθητισμό της μόδας.
16. Προφανώς μέσα από τους ανα-στοχασμούς και τις απορητικές προσεγγίσεις δεν στόχευα ν’ απαντήσω ευθέως στο αρχικό ερώτημα. Κι αυτό, διότι κατά τη γνώμη μου, ουδείς οφείλει εξαρχής και οιονεί-δουλικά να υπηρετήσει τον άλλον. Ούτε η λογοτεχνία [και κατ’ επέκτασιν και ο λογοτέχνης] είναι υπήκοοι της [έτσι κι αλλιώς συνεχώς μεταβαλλόμενης] κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε και η κοινωνική πραγματικότητα πρέπει να διεκδικεί μία αποκλειστικά ‘δική της λογοτεχνία’ [εν είδει σοσιαλιστικού ρεαλισμού(sic)].Οι ισορροπίες και οι αναλογίες εναπόκεινται στην ελευθερία και τη συνείδηση των δημιουργών.ΥΓ.. Έχοντας πολλές φορές ασχοληθεί με τη θεωρία της αστυνομικής λογοτεχνίας, εμπνεόμενος πάντοτε από τη μαγεία της πρώτης στιγμής του αιφνιδιασμού, την εκλογίκευση της αρχικά παράλογης κατάστασης, τους αόρατους εχθρούς και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των διαπροσωπικών σχέσεων/συγκρούσεων, αποφάσισα να προσεγγίσω τη γραφή των συγγραφέων υπό το πρίσμα της ηθικής, της ψυχολογίας και της ιδεολογίας.

Η βία στη λογοτεχνία καλά κρατεί, είτε από την πλευρά των ενγένει ‘κακών’ [εγκληματιών, κατασκόπων, παρανομούντων οργάνων της Τάξης κλπ], είτε από την πλευρά της πολιτικοκοινωνικής έκ-ρηξης [τρομοκρατών, εμπολέμων κλπ]. Η βία εξακολουθεί να κινεί την Ιστορία, τη Μεγάλη, αλλά και τη Μικρή των απλών υπάρξεων. Οι ανθρώπινες κατα-στάσεις, ιδίως οι εγκληματογενείς/εγκληματογόνοι, είναι σχεσιακές, αλληλένδετες κι αλληλεξαρτώμενες, γι’ αυτό και η ακολουθία των ενεργειών συνιστά την πεμπτουσία τόσο της πραγματικής ζωής, όσο κι αυτής των Μύθων. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο γεννήθηκε κι ενηλικιώθηκε το αστυνομικό μυθιστόρημα. Ανάμεσα στη Ζωή και στους Μύθους του Ανθρώπου.
Φανταστικές ή ονειρικές ιστορίες[κατά παράκαμψη/παραίσθηση της λογικής],παράδοξες κινήσεις ιδιοφυούς εγκληματία- σκακιστή, ιερογλυφικοί γρίφοι, συνδυαστική οξύνοια και διαισθητική αντίληψη ντετέκτιβς που φτάνει μέχρι τη μαντική ικανότητα χαρακτηρίζουν πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Το αληθοφανές υπερφυσικό ή το τυχαίο συμπτωματικό δεν πρέπει όμως να οδηγούν σε ανόητες υποθέσεις επίλυσης, ούτε σε εύκολες υπαγωγές σε γραμμικούς κανόνες ερμηνείας. Το αλλόκοτο [π.χ ένας νεκρός που ξανασαλεύει ή ένα φριχτό τέρας (monstrum horrendum)], αν και δεν ενυπάρχουν στη φύση της ζωής, πολλές φορές περι-γράφονται τόσο καλά από τον αφηγητή, ώστε μοιάζει σαν να μπορεί να συμβεί, αλλά προφανώς δεν συμβαίνει.