Ο ποιητικός λόγος συνομιλεί με τον χρόνο και τον τόπο του ανθρώπου σε όλα τα περιβάλλοντα που δημιουργεί η ψυχή στα μικρά και τα μεγάλα της οδοιπορίας του στο φως και στο σκοτάδι της ματαιότητας. Οι ποιητές και οι ποιήτριες που δημιουργούν στον παρόντα χρόνο διαμορφώνουν με το έργο τους όλα εκείνα που ορίζει η σύγχρονη λογοτεχνία ως παρών, ως μέλλον και φυσικά ως παρελθόν με τους δημιουργούς τους.
Στον εικοστό αιώνα, είτε στο πρώτο μισό του είτε στο δεύτερο μισό του, παρήγαν μοναδικό έργο κορυφαίοι και κορυφαίες του ποιητικού λόγου.
Η Άνοιξη υμνεί τη ζωή, υμνεί τη γέννηση, υμνεί το όλον της ύπαρξης.
Οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Κική Δημουλά, Νίκος Καρούζος, Κώστας Καρυωτάκης, Χρίστος Λάσκαρης, Λορέντζος Μαβίλης, Γιάννης Ρίτσος και Μίλτος Σαχτούρης καταθέσαν ποιήματα ποιητικής, ποιήματα για το φως, ποιήματα για το ανθρώπινο του έαρος καθώς μας διδάσκουν για το πως και το γιατί του μύθου της γλώσσας. Μας προτείνουν αναγνώσεις και για τη μνήμη του χρόνου.
Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει…Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε.
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
Ασυμβίβαστα
ατέλειωτα μένουν.
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρουν’ αποτελειώσω.
Ο Γιάννης μέσα στο έαρ
στις πλάτες
(γλυκειά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνία του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήτανε πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ‘μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
εποχή εχθρική ως το μυρωμένο βράδυ
ως μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμουςμε λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.
Κώστας Καρυωτάκης
Άνοιξη
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,
σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.
Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.
Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!
Χρίστος Λάσκαρης
Διαβάζοντας ένα ποίημα
Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη,
όταν την είδα
να έρχεται από μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή όνειρο.
Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
με άνθη κερασιάς.
Τότε κατάλαβα
τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.
Πατρίδα
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα.
Σα νύφ’ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει, ενώ σβυέται της αυγής τ’ αστέρι.
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Μίλτος Σαχτούρης
Η Πληγωμένη Άνοιξη
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα στάλα το αίμα
απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ‘ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ‘ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της