Ο ποιητής Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης: Από το παραδείσιο φως στο σκοτάδι
Ο ποιητής Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης γεννήθηκε το 1912 στην Ξάνθη. Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από την Μαρώνεια. Το 1915 εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα. Με την εισβολή των Βουλγάρων το 1941 έφυγε κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1949 γύρισε, μαζί με την οικογένειά του, και πάλι στην Καβάλα, όπου ήταν το πατρικό του σπίτι, κι έμεινε μέχρι το 1970. Τη χρονιά εκείνη επέστρεψε, συνταξιούχος πια, στη Θεσσαλονίκη. Απεβίωσε τον Ιούλιο του 1994.
Στην Καβάλα ανάπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, εκδίδοντας περιοδικά, γράφοντας άρθρα και κριτικές βιβλίων στις τοπικές εφημερίδες, οργανώνοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μαζί με τον πεζογράφο Φώτη Πρασίνη είναι, μπορούμε να πούμε, οι γενάρχες της συγγραφικής ζωής της πόλης. Σε μια αφιλόξενη πνευματικά τότε επαρχία βοήθησαν με την παρουσία, με τη δράση, με την πείρα τους, δημιουργώντας πνευματικό κλίμα, νεότερους συγγραφείς. Έκαναν την πόλη γνωστή σε ευρύτερους χώρους.
Ο Στογιαννίδης εμφανίστηκε το 1931, με ποιήματά του σε παραδοσιακή στιχουργική, στο περιοδικό του Πειραιά Ορίζοντες και το 1932, στο Μακεδονικό Ημερολόγιο του Σφενδόνη.
Η πρώτη του εμφάνιση, με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, έγινε στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, Μάιος- Ιούνιος 1938. Μέχρι το θάνατό του εξέδωσε δέκα πέντε ποιητικές συλλογές κι έναν συγκεντρωτικό τόμο με επιλογή ποιημάτων του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή είναι Περιστέρια στο φως (1948) κι η τελευταία Εν μέσω αλαλαζόντων (1991).
Υπήρξε γνήσιος ποιητής, που βίωνε την ζωή με την πνευματική κι αισθητική της ομορφιά. Μετουσίωνε τα βιώματα σε ποίηση μέσα από υποκειμενικά, υπαρξιακά φίλτρα, κρατώντας τα ουσιώδη, εκφράζοντας την υπαρξιακή του αγωνία. Γι’ αυτό κι η γλώσσα του είναι λιτή, γεμάτη από τις σχέσεις των πραγμάτων, με ήχους μουσικούς, λέξεις με πλούσια ενδοχώρα. Χρησιμοποιεί κυρίως ουσιαστικά και ρήματα και λίγα επίθετα για τις αποχρώσεις. Η γλώσσα, στην πορεία της γραφής, χάνει την αρχική συμβολιστική ηδονική της ελαφράδα, μπολιάζεται με ρεαλιστικά στοιχεία δημιουργώντας ποιητικές υπερβάσεις, εμπλουτίζει τις λέξεις με νέα αισθήματα, κάποτε εισβάλλει κι ο αυτοσαρκασμός, «γυρεύω μια άγρια αδιάφθορη λέξη / εγώ, ο από κορυφής μέχρι ονύχων διεφθαρμένος», έτσι εμβολιάζει και δίνει μιαν άλλη διάσταση στο τραγικό, καθώς η γλώσσα με τις λέξεις σκηνοθετεί ψευδαισθήσεις, «ξηλώνει τη φόδρα του σακακιού του/ ώσπου φάνηκε από μέσα η ροδοδάκτυλος ηώς».
Κατορθώνει με λέξεις σχεδόν καθημερινές, φορτισμένες όμως μ’ ενέργεια οδύνης, να εκφράσει άμεσα με εικόνες την οντολογική περιπέτεια, «Μέσα μου επενεργεί το τυχαίο/και δεν έχω άλλη τύχη να διαλέξω». Μάχεται με τους εφιάλτες κι ο έρωτας μόνον σαν άρωμα μνήμης, δροσίζει για λίγο την ψυχή, καθώς επανέρχονται τα τέρατα και τότε «μονάχα με ποίηση μπορεί να μας σώσει».
Στην ποιητική συλλογή Περιστέρια στο φως (1948) καταγράφει άδολη αποτύπωση της χαράς, την εφηβική ευφορία, καθώς ο κόσμος είναι όμορφος μέσα στο άφθαρτο φως. Μετά, στη συνέχεια, από συλλογή σε συλλογή, καθώς το φως χαμηλώνει και η οδύνη αυξάνει, αλλάζει η ψυχική θερμοκρασία, αλλάζει η γλώσσα το ύφος της ψυχής, αιφνίδιες ρωγμές εμφανίζονται απ’ όπου εισβάλλει το σκοτάδι, τραγικές οντολογικές διαπιστώνει αντιφάσεις της ζωής, χάνει το πρόσωπο και μόνον ως φάσμα αναγνωρίζεται, η ύπαρξη του απειλείται, για να επιβιώσει σκηνοθετεί, εγκλωβίζεται στο φως, κινδυνεύει η ψυχή του, τα περιστέρια μεταλλάζουν σε σαρκοβόρα πουλιά, παλεύει με τις λέξεις, ο ουρανός τώρα δεν έχει το φως της χαράς είναι γεμάτος πένθη, εφιαλτικά τα όνειρα γεμάτα σκοτεινούς ανθρώπους, η φθορά ασταμάτητα ροκανίζει, ο έρωτας βασανίζει τη μνήμη κι η αγάπη εγκαταλειμμένος είναι αυλός, «είναι πολύ σκοτεινά σαν δεν ακούς το χτυποκάρδι του άλλου», κλειστοφοβικά όνειρα τον παίρνουν, η άβυσσος βαθαίνει, σκόνη και μνήμη στεγνή, κλειστές σκοτεινές κάμαρες, οι νύχτες του γεμάτες φίδια κι ερπετά, το μαχαίρι στο στήθος, ένδον σκάπτει για τα υλικά της ποίησης, κωφάλαλα αηδόνια, ανοίγει ο θάνατος τρύπες, ρίχνει ποιήματα να τις φράξει, ανατινάζονται τα ποιήματα, ένας ασκός γεμάτος λέξεις, βαθαίνει το ρήγμα, ο χρόνος του πια εξαντλείται, κλείνει τα μάτια «η ποίηση είναι η πιο σκληρή μοναξιά», ευωδιάζει σαν λείψανο αγίου.
Με το βιβλίο Εν μέσω αλαλαζώντων ( 1991) κλείνει η ποιητική πορεία του Γ. Ξ. Στογιαννίδη. Ένα βιβλίο από τα ωριμότερα της συνολικής του ποιητικής δημιουργίας. Καθώς ο χρόνος ξεκαθαρίζει το τοπίο, αναδεικνύεται ένας από τους περισσότερο άξιους ποιητές της γενιάς του, που έγραψε απ’ τα ωραιότερα ίσως υπαρξιακά και ερωτικά ποιήματα. Και γράφει καταλήγοντας: «την τέφρα σκαλίζοντας/ ανακαλύπτεις την ποίηση».
*Καθημερινή, Καθημερινή της Βόρειας Ελλάδος, 28.7.1995 και στο αφιέρωμα του περιοδικού Παρατηρητής, τ. 32, Χειμώνας 1999