Καφές στη Δεσκάτη
Περαστικός απ’ τη Δεσκάτη ένα καλοκαίρι, είπα να δροσιστώ λιγάκι στην περίκλειστη σαν κούπα πλατεία της. Έπινα τον καφέ μου, που λες, κάτω απ΄ το πλατάνι, όταν αίφνης -ποιος να το ‘λεγε! – κάθεται στο τραπέζι μου αμίλητος και νυχτωμένος ο Χρήστος Μπράβος. «Καλώς τον», λέω έκπληκτος, «τι να σε κεράσω;» «Έναν σκέτο», λέει, κι ανάβει τσιγάρο. «Τι κάνεις;» ρωτάω. «Γράφεις τίποτα καινούριο;» «Τι να γράψεις», αποκρίνεται, «χωρίς το θάνατο πάνω απ’ το κεφάλι σου», κι ένα κύμα καημού σκεπάζει τα λόγια του. «Καπνίζεις, βλέπω, καπνίζεις ακόμα», παρατηρώ αμήχανα. «Δε βαριέσαι», λέει, «εμένα με σκότωσαν τα ποιήματα με το σκοτάδι τους όχι το τσιγάρο με το φαρμάκι του». Εκείνη την ώρα σήμανε το ρολόι της πλατείας, κι όπως έκανε να φύγει. «Τα δέοντα στο Μιχάλη», λέει, και τράβηξε χαμηλά για τον Αλιάκμονα, ενώ πίσω του έριχνε τα μήλα της η μαύρη μηλιά του.