Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
1η εκδοχή
Περπατώ στους αγαπημένους δρόμους. Οι δρόμοι ίδιοι, τα χαμόγελα ίδια, το φως ίδιο. Ακόμα και τα τραπεζάκια των παλιών και νέων καφέ μπαρ, ίδια. Όλα ίδια. Μόνο εγώ έχω αλλάξει. Και το ρίγος που προκαλούν οι λέξεις στο κορμί σου.
Μέσα μου γεννιόταν ξανά ο Χάνδακας, με μιαν Αρετούσα να κρέμεται σαν ρολόι στο κέντρο της πλατείας κι έναν Ερωτόκριτο να κολυμπά στους βυθούς της κρήνης Μοροζίνι με τα λιοντάρια.
Σταγόνες ομίχλης έβγαιναν από το στόμα τους κι από τα μάτια χαλίκια το ζυμάρι να πέφτει πάνω στους ήχους των περαστικών.
Με τα μάτια τους ζύμωσα εμένα.
2η εκδοχή
Περπατώ στους αγαπημένους δρόμους. Οι δρόμοι έχουν αλλάξει, άλλα χαμόγελα, άλλο φως. Ακόμα και τα τραπεζάκια των παλιών και νέων καφέ μπαρ, εντελώς διαφορετικά. Όλα διαφορετικά. Μόνο εγώ μένω ίδιος. Και το ρίγος που προκαλούν οι λέξεις στο κορμί σου.
Μέσα μου πέθαινε η πόλη και μια βροχή από βλέφαρα αχινού κρατούσε δίχτυ το σώμα μου, στάση εμβρύου εγώ να ζυμώνω, όλο να ζυμώνω Αρετούσες κι Ερωτόκριτους…
Στο βάθος της πόλης, στα σοκάκια και στα μαγαζιά, στους ανθρώπους της, το φως των λέξεων καταργούσε κάθε εκδοχή. Κι εγώ, εξαϋλωνόμουν, χανόμουν μαζί μ’ αυτό το φως σαν εικόνα από τσαλακωμένο καθρέφτη, πηγαίνοντας στα πιο ανοιχτά παράθυρα του κόσμου και του ουρανού…
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Ξυπνώντας, την ίδια χώρα αντίκρισα,
με τον Οιδίποδα να σφαδάζει στον ήσκιο της σφίγγας
κι έναν Τειρεσία να κρέμεται απ’ το σκιάχτρο του βωμού.
Μα πώς έγινε τόσο λευκό το χρώμα των ονείρων;
Τα μάτια μου βαθιά μέσα στο χώμα
τον πλανήτη Γη σε όστρακο φωτός επάνω,
ζωγραφισμένο απ’ τον πρώτο homo sapiens, μοιρολογούσε.
Έσκαβα πάλι τις σιωπές ετούτης της πατρίδας
με τους καιόμενους έρωτες στη μοναξιά των δέντρων
και κρεμασμένη πάλι είδα μιαν Ιοκάστη να θρηνεί
γδέρνοντας με τα γαμψά της νύχια κουφάρια νύχτας
τα μαλλιά της πιο ξενιτεμένης Ιστορίας.
Τόσα λευκά πανιά σ’ ένα γαλάζιο φως να ταξιδεύουν;
Το ρολόι του ίδιου τοίχου κοίταξα, της ίδιας μου πατρίδας,
κι οι δείκτες γύριζαν ανάποδα
τόσο γρήγορα
που η χώρα πάλι μες σε άγαλμα βρισκόταν
του Ελπήνορα ή του άλλου Οδυσσέα
που έφτιαχνε τσιχλόφουσκες μέσα τους να μπει
να ταξιδέψει
σε άλλων όνειρα από πηλό φτιαγμένα.
Και κατεβαίναν σώματα στις άδειες τις πλατείες
που πάνω τους σύνορα δεν είχαν
γυμνά κι αόρατα τα πέλματά τους στάζαν
χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη.
Αποτυπώματα δεν έχει πια η Ιστορία.
Πρωί, την ίδια χώρα αντίκρισα
μεθυσμένη από της θάλασσας τα φρύδια τα κατάλευκα
να κατεβαίνει, ένα ποτήρι ύψωσε στου φεγγαριού τη μνήμη
λέγοντάς μου γοερά στα χείλη μου τα χείλη ακουμπώντας
εσύ που τους άδικους φίλους σου
δεν κρέμασες στα σιδερένια τα κλαδιά,
στην υγειά σου λοιπόν
εσύ ανέφικτη μου ουτοπία.