Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους . Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Απαριθμώ τις κύριες κατηγορίες των γραπτών μου: ποιήματα, ημερολόγια, χρονικά, μαρτυρίες, ταξιδιογραφήματα, κριτικές για λογοτεχνικά βιβλία, δοκίμια, μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Γράφουμε διότι λειτουργούμε. Τόσο ξεκάθαρο αυτό. Ως διαδικασία αναπνοής κι εκπνοής, για να το διατυπώσω διαφορετικά. Κοντολογίς, γράφω από ανάγκη. Μου είναι αδύνατον να σκεφτώ «δεν γράφω»: πρόκειται για σκέψη θανάτου. Βεβαίως αντιγράφω, όσο μεθοδικότερα μπορώ, αυτό που συμβαίνει εντός μου, αυτό που ο νους μου παρέχει ως εικόνα δύναμης. Από την άποψη αυτή γράφω, σημαίνει αποδελτιώνω τα δεδομένα, τα οποία προϋπήρξαν προ πολλού ή σχετικά προσφάτως ένδον. Είναι η έτοιμη τροφή της σελίδας. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι η σύνταξη λογίζεται υπόθεση μιας εξαντλητικής, τις περισσότερες φορές, βίωσης. Η γραφή ως ολική προσοικείωση της ζωής: οι λέξεις που δεν θέλουν ν’ αφήσουν τίποτα, ως εκ των πραγμάτων, να πέσει στο χώμα της λήθης.
Ίσως να έγραφα σαφώς λιγότερο, αν ήμουν μουσικός. Ή ζωγράφος, Η γραφή αντικαταστάτης, θεράπων, μεσάζων ονείρων. Σχέση εύθραυστη αλλά όχι μάταιη. Αντιμετωπίζει τον αντικειμενικό κόσμο σε ισότιμη βάση πληρότητας. Γράφω (και) εικόνες. Όλοι μας γράφουμε στο μεταξύ το ίδιο βιβλίο. Είμαστε κατ΄ ανάγκην ένας-μια. Γράφουμε, διεκδικώντας την γραμματική αίγλη. Ό, τι συνεπώς μας καθιστά λιγότερο ευάλωτους στο μεγάλο δάσος των ψευδαισθήσεων και των αυταπατών. Γράφουμε για να απολυμάνουμε το σπίτι μας, να διώξουμε μια για πάντα τον εχθρό, την αστάθεια του είναι. Όσο άκαρπη κι αν αποδεικνύεται ενίοτε η συνολική διαδικασία της γραφής, αποτελεί εν τέλει παρέκκλιση από την κατηφόρα της αφασίας. Στον αντίποδα της τρομοκρατίας, την οποία ανενδοίαστα εγγυάται η οργανωμένη αποπροσωποίηση των μελών της κοινωνικής κυψέλης, τα κείμενά μας αποτολμούν να δράσουν, στις καλύτερες των περιπτώσεων, ως καταλύτες ελευθερίας.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Ναύπακτος
Της ναυμαχίας οι μνήμες ξέρουν πώς να ποτίζουν
τα κυκλάμινα, πώς να μπαίνουν στα όνειρα από
την πίσω πόρτα, φέρνουν τη γνώση την πολύφλοισβη
οι επιθυμίες δεν κρύβονται εδώ, είναι τα
αστέρια, οι ευχές του ταξιδιώτη να βρει χώμα
τροφή, εκεί που άλλοι ψάχνουν μέλλον θυμών, βίας
εκείνος θέλει προπάντων να κερδίσει υγεία
να κολλήσει το χέρι του Θερβάντες στο σώμα της
αιθρίας, να μείνει εκεί για πάντα, να σώσει
τη στιγμή που επιτέλους θα του μιλήσει με πειθώ
το αυξημένο δάσος, υποταγμένος ουρανός
τα ταπεινότερα των τριφυλλιών, η θεία κλίση
της αγράμπελης, ένα βλέμμα πέρα από πείρα
βροχή επισφράγισμα να καθηλώνει την ημέρα.
Τι είναι αυτό το βοριαδάκι; Του άλικου
εγγύηση; Ένας αναγραμματισμός του πλούτου;
Λειχήνες τάπητες ως τα έσχατα μας προβλέπουν
ούτε ένα βήμα πιο πίσω, έκστασης τάματα
στο όνομα αυτού του σφηκιάρη
η επιδέξια δύναμη, της θέλησης κάστρο
το αγριόμελο περιμένει ψηλά πάντα στα
κλαδιά της μουριάς των πεύκων κρυμμένη η αλήθεια
λήθη του κόσμου του θεού μνήμη, του θεού λήθη
του κόσμου μνήμη, ναι, ως εκεί που το μάτι φτάνει,
Σαίρεν, κείμενο ανοιχτό βιβλίο απόγειο
της φύσης, μπαινοβγαίνουμε στους καιρούς παράγραφοι
ως κρίματα, ως κύτταρα ποτισμένα με όναρ
χρεωμένοι τα τοπία των λυγμών, φιλάγρυπνοι.
Χαλκίδα
Υφάδι συμπτώσεων, το πέρασμα απέναντι
σταθερές ποιότητες του φωτός και των δακρύων
γενναίες κλίμακες πραγμάτων, φίλια μέταλλα
είσοδος στη διάρκεια βλεμμάτων, συγκομιδή
από τη μια νύχτα στην άλλη ζωντανών θεών
ακεραιότητα των γραμμών ευδία γηγενής
κάθε φορά θα μου δείχνεις χρώματα ελεγείες
δεν ξεχνάς θάλασσα να μπαίνεις στη ζωή των πουλιών
όπως ακριβώς εισβάλλει άνοιξη στο περβάζι
αυτής της σκέψης να την καθαρίσει από καπνιά
και φθορά του μέσου όρου, να δώσει πάλι κόσμο
ανοχής και ρήξης, κύρος στο όραμα της αυγής
καμία συλλαβή χαμένη κανένας δρόμος πια
καμένος, η Εύβοια: φωταψία μου η πιστή.
Στον Βαγγέλη Δημητριάδη
Κανένα στενάχωρο μήνυμα εφέτος
στην πέργκολα πάντα η ευχή της κίσας
η ελευθερία είναι κι αυτή
μια υπόθεση του απογεύματος
καθώς ξεδιπλώνεται τώρα o ουρανός
μαζί με την ιστορία εκείνου του θέρους
κάθε κύμα και μια παράγραφος
η στιγμή της αμηχανίας του κισσού
το επιφώνημα το βουβό της βουκαμβίλιας
είμαστε ασφαλείς επί τέλους εδώ
η απεραντοσύνη συνιστά οικειότητα
ο φλοίσβος
ένα πουλί κι αυτό της θάλασσας
λέει πάλι το: χίλια
οκτακόσια
είκοσι
τέσσερα: το άγγιγμα σε φέρνει
στα βότσαλα, στις παλίμψηστες ακτές
στο πεισματικό αρμυρίκι
κι όλα μυστικά γίνονται ξαφνικά
κι αληθινά όμως
όχι απώτερα, βαθιά στα μαύρα νερά
μήτε αλλοιωμένα από τον καιρό,
αλλά δίπλα μας
όλα θα μείνουν δικά μας
όρθια, πεσμένα στο πλάι
έτοιμα να ξαναμπούν
το στοργικό παρόν της ανάμνησης.