Scroll Top

ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους.Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Ο τόπος λειτουργούσε για μένα πάντα ως αφήγηση. Μία κινούμενη, μετακινούμενη και διαρκώς μεταφερόμενη ρευστότητα. Αιώρηση πάνω από το άλλοτε των άλλων, πάνω από το πριν το δικό μου − όταν οι γονείς μου απελαθέντες από την Πόλη με τα Γεγονότα του ’64 κατέφυγαν στη Γερμανία, όπου ένα χρόνο μετά γεννήθηκα − αλλά και αιώρηση πάνω από τη «Σελανίκ», πόλη υποδοχής μας 9 μήνες μετά την παραμονή μου στην αλλοδαπή των kinder heim και της frau Huber.

Τρεις τόποι – χρόνοι συνόδευαν τη γέννησή μου. Ένας παρελθοντικός αόρατος, το Kadıköy, ένας μεταιχμιακός και έωλος, μέσα στην αθεμελίωτη προοπτική του, το Μόναχο, και ένας άλλος, η Θεσσαλονίκη, που σκόπευε να με αναθρέψει εμβολιάζοντάς με ωστόσο με την αίσθηση κάποιας προσωρινότητας διαρκείας.
Ο τόπος ως πέρασμα και μνήμη καθώς και η μελαγχολική ατμόσφαιρα του ομιχλώδους Θερμαϊκού έδρασαν σαν αυτοδοκιμασία στην αγωνία του οντολογικού μου προσδιορισμού. Τόπος επίσης χάρτινος το σώμα του ποιήματος και των κειμένων που, αν αντέξει και διασωθεί, θα μαρτυρεί τη σχέση μου με τον τρόμο του εφήμερου. Τόπος και οι άλλοι, τα ερωτικά τους σώματα, που με μετανάστευαν σε γεωγραφίες προσωρινές και φευγαλέες. Και, τέλος, ένας τόπος αχαρτογράφητος, μία πατρίδα αμετακίνητη και φορητή σαν το καβούκι του σαλιγκαριού και της χελώνας, σαν ρίζα και χώμα και νερό και άνθος αμάραντο εις το διηνεκές:
τα χέρια και το στήθος, η μυρωδιά του ρούχου, τα μαλλιά και η φωνή της μάνας μου.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Θα μιλήσω μέσα από δύο ποιήματά μου.

ΣΤΗ ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ

Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει
λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου
μες στην ακινησία

κι αυτό που ως ήχο χρώματος
γραφεία ταξιδίων διαφημίζουν
δεν είναι τα παράθυρα που βλέπουν στα λιοτρίβια
-επιστατούν ανελλιπώς
η Τριχερούσα Παναγιά με την Φραγκογιαννού-
ούτε οι γαρδένιες βέβαια στους γκαζοτενεκέδες
-ο σπαραγμός του εφήμερου που όλο κιτρινίζει-

αλλά η κατάμαυρη σκιά της ραπτομηχανής
σε ασβεστωμένο κήπο
αδιάκοπα τις ξηλωμένες μνήμες να γαζώνει
να μπουν στα ξενυχτάδικα τριζάτοι και με τσάκιση

οι ναύτες του Τσαρούχη
να πιουν κρασί
να κλάψουνε
να περιπλανηθούν
τ’ άλλο πρωί να μοιάζουνε
φιγούρες φαγωμένες του Μπουζιάνη.

                                                              Το επιδόρπιο, Κέδρος 2012

*

ΣΕΛΑΝΙΚ Ι

Mητέρα ανύμφευτη

Εκείνοι που ήρθαν έφερναν
κι από έναν αριθμό…
Για την ακρίβεια
τον κουβαλούσαν πάνω τους
τον είχανε συνέχεια μαζί τους
όχι όμως όπως ένα φυλαχτό
αλλά όπως ένας ανάπηρος
το κομμένο του πόδι.

Εμείς το ’64
που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55
με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού
να κάθεται στα ρούχα μας
να ασπρίζει την ψυχή μας.

Εμείς
δεν ήμασταν ποτέ
ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης
μα μία Πόλη που έψαχνε
πόλη να κατοικήσει
με Εγνατία, με Ντεπό
με Βασιλίσσης Όλγας
με Υπερώο θαλασσινό
για να σταθούν επάνω του
Καρέλλη και Πεντζίκης.

Όμως
εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ…


– Σας είπαμε
εδώ είναι πια ο τόπος.


– Δεν έχω…
Βυθιζόμαστε
μπαίνουν νερά
στ’ αμπάρια του μυαλού μου
κι η μπάντα του Παπάφειου
πότε το «Μέγαν εύρατο…»
πότε το «Υπερμάχω…»


Νερά, πολλά νερά…

Τα πρόσωπά μας άδειασαν
κάτω απ’ την πάχνη
που μας στεφανώνει
η αρμονία των ίσκιων μας
σκυφτή μες στην ομίχλη
κι ο έρως προς το έσχατον
κοινή καταγωγή μας

αλλά και οι κήποι…
μια αλληγορία ορίζοντα
που δεν γεωμετρείται
λιμάνι εν πλήρη κινήσει και σιωπή
Βαρδάρης που ιερουργεί
πόρνη που δεν μεταμελείται.

Τώρα
στην προκυμαία με τους γερανούς
πυροτεχνήματα συλλέγει και υγρασία
δίσκους 78 στροφών
παλαιά πορτρέτα ένδοξα
που χάσαν την κορνίζα
μοιράζει σε άγνωστους φιλιά
πολλά φιλιά

μα πιο συχνά στα σκοτεινά
βαμβάκι και ιώδιο
για τ’ ανοιγμένο τραύμα.

                                                                Αφόρετα θαύματα, Κέδρος 2017