Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;
Ο τόπος της καταγωγής μου είναι η Λακωνική γη. Ο τόπος διαμονής μου, η Θεσσαλονίκη. Κι όπως το ασημί της ελιάς στον λαμπερό ήλιο του Νότου συναντιέται με το αντιφέγγισμα του Θερμαϊκού, έτσι οι δυο τόποι δέχονται το σμίξιμο του βοριά με το νοτιά σε μια ατέρμονη αφήγηση. Όλοι οι τόποι που έζησα έστω και για λίγο μου δημιούργησαν σκηνικό χωρικής σκέπης. Μέσα σ’ αυτό αναπτύχθηκε όλη η γραφή μου. Με μια ακίδα φως στην παιδικότητα. Στη γλώσσα και στις εικόνες της. Γιατί η γλώσσα των ποιητών είναι εκείνη που απαντά χωρικά και χρονικά στα πρώτα της ακούσματα. Ίσως και στους πρώτους λαρυγγισμούς. Εκεί βρίσκεται η πραγμάτωσή της. Το κάθε τι στην αρχή του πρέπει να πέσει αν θέλει στο Είναι του να εμμένει.
Η πλατεία
Πελαγίσιο φως στον καφενέ, με διάφανη εξάπλωση αργόσυρτης κουβέντας.
Επιτρέπεται ισόγεια καταπακτή με ενισχυμένο φόβο. Πλησιάζει η άτεγκτος
φρουρά, στήνεται με κλαυσίγελο χάρτινος αδριάντας, το γραμμόφωνο
παίζει αναίτιες ιστορίες, κάποιος ρίχνει ροκανίδια στη λαιμόκοψη.
Ο γιαουρτάς στην πόρτα, στη σειρά τα κεσεδάκια, τάξη στο πανέρι. -Μην τα
θες ξεχωριστά, το λίγο θα καγχάξει στου διαυγούς το ανεκμετάλλευτο.
Σουγιάς στο μήλο, στον κορμό, στο χώμα, στη σελίδα κι ένας κέρινος
βοσκός στη μέση της πλατείας.
Πέντε κορίτσια στη σειρά με πλουμιστά σορτσάκια, γριές μ αγριοβότανα
και άλλες με ανέμες. Το άροτρο ξαπόσταινε στη μέση της πλατείας.
Ο κάμπος έφερνε βροχές και λάσπη στα παπούτσια. Κι έναν κέρινο βοσκό
με δυο οκάδες χιόνι. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τον στήσαν στην πλατεία.
-Δώσε τον κόφτη. –Χάραζε. -Δώσε τον τρίφτη.- Ξύσε.
Κι άνοιγαν τα αυλάκια του, και χύνονταν οι πάγοι, το ένα μάτι δάκρυζε, το
άλλο βυθιζόταν, τα χέρια του εστάζανε, τα ρούχα του στεγνώναν.
Όλο το βράδυ μέθαγε. Έλεγε ιστορίες. Για το χιονιά, για τις κορφές, για τα
άγρια λιβάδια. Κι ήμασταν όλοι γύρω του πριν τον αρπάξει ο ήλιος.
Πόση ζωή, ασήμαντη, σε μια μικρή βαρκούλα που χώρεσε σαν έφυγε και
δεν τον ματαείδα.
(ανέκδοτο)
Σκέψεις ή στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Ένα μόνιμος προβληματισμός. Για τα παιδιά μας. Που μεταναστεύουν συνεχώς. Όπως κι εμείς. Και οι επόμενοι.
Το υφαντό- οικογένεια
Αργόσυρτη εξιστόρηση ραθυμεί, από θηλειά σε θηλειά συντηρείται, σώμα
στην πτώση μελιχρό, ωμά υφαίνεται. Επιμηκύνεται η άγρια πλοκή, το
στόμα- κίτρο-βάσανο, χοάνη της χροιάς του. Ενδέχεται ν’ αποσπαστεί η
ακίδα απ’ τον πνιγμό της.
Η οικογένεια αποκτά ουρά αλιγάτορα.
Το σώμα της κρέμεται απ’ την άκρη της καρέκλας.
Τα νήματα παιδιά της υπόσχονται ανταμοιβή.
Που θα πει: με κόμπο δένεται η ορμή πριν ξεχυθεί στο σώμα.
Αν.
Τον ήλιο δεν τινάξετε από τις άγριες τρύπες.
Αν.
Πριν αυγατίσει η θάλασσα δεν γεύεστε τη χάση.
Το σώμα- υφαντό έγειρε στην καρέκλα. Το πρωί λευτέρωσε τα παιδιά του.
Τα άγρια νήματα ξεχύθηκαν στον Βορρά. Ύστερα από χρόνια επέστρεψαν.
Διείσδυσαν στο υφαντό. Mα κείνο είχε πια γεράσει. Οι βελόνες- κοράκια
άγγιξαν τα κιτρινισμένα μοτίφια. Κι εκείνα διαλύονταν αργά σαν να
ξυπνούσαν από λήθαργο. Στη μέση της αναδιήγησης.
(ανέκδοτο)