Ο τόπος μου. Η μικρή πατρίδα μου. Τα χαμένα πράγματα, το δυνατό φως, η βαθιά απέραντη θάλασσα η μνήμη μου, η θάλασσα, οι θάλασσες. Το λιμάνι μου ο Πειραιάς, ο τόπος που γεννήθηκα και των Κυθήρων οι θάλασσες, της Σαμοθράκης, της Πάτμου, της Νισύρου, οι θάλασσες που αγαπώ και με ταξίδεψαν, εκεί που ο κόσμος πάντα άλλαζε κατά την επιθυμία τους. Χρόνια να φτιάχνουν γλώσσα και γραφή μέσα μου κι εγώ ανάμεσα «στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές, τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες» λόγο να αρθρώνω απέναντι στο προσωρινό.
Πώς ξεφεύγει κανείς από την δεσποτεία του χρόνου;
Η βροχή, η νύχτα, οι νύχτες, οι τόποι μου τη νύχτα. Ένα βαθύ σκοτάδι που ξεπλένει το φως της μέρας. Κι ύστερα οι άνθρωποι, μορφές που άγγιξε και ξερίζωσε ο χρόνος και πέφτουν διαρκώς σαν φύλλα δίχως τέλος απ’ τη σκέψη μας.
Η αναπνοή των δέντρων όταν βρέχει, της Τήνου οι περιστεριώνες, οι γραμμές του ορίζοντα κι η δύσκολη ιστορία μας, η ταραγμένη μέσα από τόσων αιμάτων περιπέτειες. Τόπος μου οι λέξεις που κρέμονται απ’ τους φανοστάτες των έρημων δρόμων. Των τρένων οι σταθμοί. Το κίτρινο φως τους. Τα λιμάνια. Τα κύματα.
Οι ναΐσκοι οι καρφωμένοι στων βράχων το απρόσιτο, οι ξερολιθιές, τα γεμάτα ρόζους δάχτυλα των γερόντων, οι ελιές, ένα καλάθι σύκα, το αμπέλι, ο τρύγος του και το ξανθό κρασί. Κι απ’ την άλλη η πόλη μου η Αθήνα, με τα σπασμένα πεζοδρόμια και τους ρημαγμένους δρόμους της. Μια χούφτα σταφίδες στο αλώνι της, οι άστεγοι τις νύχτες Πόλη που διασχίζω σαν έρημο ανεξιχνίαστη, που συμπονώ και περιφρονώ σαν λάσπη.
Ο τόπος μου, ένα παλίμψηστο, άνθρωποι και χειρονομίες, παιχνίδι σκιών, φωνές και θόρυβοι του δρόμου, που εισβάλλουν από παντού σαν σκόνη.
Ο τόπος μου, η αλήθεια μου. Αλήθεια μαζί κι αυταπάτη που έσμιξαν στη γλώσσα και σε μια στοίβα χαρτιά σαν σκοτωμένα πουλιά, όπως εδώ απόψε δίπλα μου στου παράθυρου το ανάγλυφο.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Στη γειτονιά των γλάρων
Ξημέρωμα, βροχή. Λίγο νερό, αβέβαιο, γλίστρησα στο λιμάνι δεξιά, κίτρινο φως στις αποθήκες και τα στενά δρομάκια όμοια με ουρές ποντικιών που τρέχουν στο σκοτάδι. Δραπετσώνα, τσιμέντα Ηρακλής, χοντρές άσπρες δεξαμενές της φτώχειας, πατάω γκρίζο, οδηγώ, φώτα μικρά για μάτια, φουγάρο αριστερά, διασχίζω τη γειτονιά των γλάρων, ιχθυόσκαλα Κερατσίνι, πίσω από φορτηγά, μπροστά περνώντας, μυρωδιά ψαριού, λάδι, πετρέλαιο, πίσσα, αέρας υγρός χυμάει στα ρουθούνια, ανάμεσα εγώ, πιο κάτω θάλασσα χαμηλά στο βάθος όσο ο θεός θέλει μπλε. Πέραμα, ναυπηγεία, σκαριά ριγμένα όλα μαζί, τόσα μαζί, άδεια από θάλασσακι η θάλασσα δίπλα άδεια, μόνο θάλασσα χρόνου εκεί, όχι άλλη, μόνο θάλασσα χρόνου και εργάτες με ενέσεις οξυγόνου τρυπάνε να διώξουν τη σκουριά που τρώει την κοιλιά. Βροχή, λίγο νερό, αβέβαιο.
Δεν έφτασε.
Μονεμβάσια
πέτρες μισοχωμένες στη λάσπη
κορμιά φαγωμένα
σπίτια αιώνων
ακίνητα
πόσοι νεκροί κλαίνε τις νύχτες
στις πόρτες σας;
πόσες σας λέξεις ξεπλένει η βροχή;
πόσα κλειδιά σκουριάσαν στις χούφτες σας;
σε σας μιλώ
και στο υγρό το ξύλο
φλέβες του χρόνου
δίχως τέλος
άρχισε να βρέχει
δίχως τέλος
έσταζε ο χρόνος
πρόσωπα ληστών και αγίων
μάτια τυφλών
που φυλάκισαν την αθωότητα
για πάντα
κραυγές χαμένων από λάθος
στα σκοτάδια
έβρεχε λάσπη
κι άλλα τέτοια αντικείμενα
Ναυαγοί
Ξεβράστηκαν
στη στεριά της μέρας
κάποιοι κρατώντας κομμάτι νύχτα
και άλλοι θάλασσα
όσοι γλύτωσαν είχαν κιόλας ξεχάσει
οι άλλοι νεκροί ακόμη
μα προπαντός πλυμένοι
στέγνωναν στις πέτρες
ο καιρός δεν τους ξεχώριζε
και αυτοί πού σώθηκαν
και οι άλλοι άφησαν πίσω
τις κομμένες τους ουρές.
Μικρή πατρίδα
Τι θέλω εδώ σ αυτήν την άκρη
που άκρη δεν έχει
στη χώρα του Ήλιου με το ιδρωμένο κίτρινο
τη φαγωμένη απ’ το χρόνο
στη μυτερή ακίδα από ασβέστη
μιας πέτρας ελάχιστης
τι θέλω εδώ