Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;
Ήμουν 5 ετών όταν μετακομίσαμε σε ένα νεοκλασικό στη συνοικία Αμπεριά της πόλης των Χανίων.
Στο πλάι του σπιτιού άρχιζε ένας μεγάλος ελαιώνας μέσα στον οποίο υπήρχαν κατά τόπους και άλλα δέντρα, πορτοκαλιές, λωτοί,
μπανανιές. Είχε και μια ανοικτή δεξαμενή με χρυσόψαρα.
Ώρες περνούσα παρακολουθώντας τα χορτάρια και τα λουλούδια, τα μικρά ψάρια και τα δέντρα, τις χελώνες και τα ζωύφια. Ήταν το προσωπικό μου καταφύγιο.
Τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος άκουγα από μακριά τους ήχους της πόλης που ανέπνεε, το ρολόι χτυπούσε αργά τις ώρες και με νανούριζε. Έπλεα σε ανοιχτούς ορίζοντες, έτρεχα σε παράξενες πλατείες και δρόμους, κάθε βράδυ και άλλος προορισμός. Η ζωή μου προχωρούσε μέσα σε τοπία άγνωστα, πολλές φορές έχανα το δρόμο, ο φόβος άρχισε να με πλησιάζει. Αντίδοτο και θεραπεία οι λέξεις, πολύτιμο υλικό, καταφυγή. Χωρίς να το ξέρω αποκρυπτογραφούσα το μέλλον.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Από την συλλογή «Περνώντας βάφεσαι μπλε», εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1987, από τα ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΝΙΑ,
το υπ’ αριθμόν 1 ποίημα.
Κάποτε θα γράψω μια ωδή σε σένα
πόλη
με τους ποταμούς των κυμάτων
που ξεδιπλώνουν υποσχέσεις.
Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό
περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας
ερασιτέχνες αλιείς εικόνων
με ήλιο και σκιά
φωτογράφοι της ζωής σου
πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια
ηδονοβλεψίες της αβάσταχτής σου ομορφιάς.
Κάποτε επιτέλους θα φτάσω
με τρικάταρτο στις αυλές σου
για να φυτέψω πάλι βιγκόνια
και βασιλικό.