Scroll Top

Ιφιγένεια Σιαφάκα

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Η γραφή ως είναι του γράφοντος αναπόφευκτα στο πλαίσιο της διάδρασης ανάμεσα σε αυτόν και το περιβάλλον του κουβαλά την εν λόγω σχέση [τόπου-προσώπου]. Άλλοτε περισσότερο συνειδητά και άλλοτε λιγότερο. Επέλεξα να σπουδάσω Κλασική Φιλολογία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά το βάρος των σπουδών αυτών να ακουμπά στα γραπτά μου– όχι όμως με τον τρόπο που ο στείρος τοπικισμός ή ο εθνικισμός χρησιμοποιεί το παρελθόν για τη δημιουργία ψευδών εθνικών ταυτοτήτων και για την εξυπηρέτηση πονηρών και ουτιδανών πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αντιθέτως, η ουσιαστική επαφή με τα κείμενα αυτά παράγει κοσμοπολίτες για τον απλούστατο λόγο ότι το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο δεν δεσμεύει τον αναγνώστη σε χωροχρονικά πλαίσια. Είμαι ευτυχής λοιπόν που είχα και έχω τη δυνατότητα να τα προσεγγίζω στο πρωτότυπο, απολαμβάνοντας τη δομή της γλώσσας, τις λεπτές έννοιες, τα μέτρα, τους ρυθμούς. Κι ακόμη πιο ευτυχής που η επαφή αυτή μού έδωσε τη δυνατότητα να εννοήσω σε βάθος τη γλώσσα που μιλώ και χρησιμοποιώ στην εργασία μου. Συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, έχω οφειλές.

Από την άλλη, η σύγχρονη Ελλάδα είναι πηγή μιας συνεχούς απογοήτευσης με ολοένα και πιο σταθερή πορεία προς την ολοκληρωτική παρακμή – αν ποτέ υπήρξε ακμή από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και μετά. Δεν θεωρώ ότι υπήρξε. Απλώς, η εξ ιδρύσεως κράτους παθογένεια συνεχίζει να παίζει μες στον χρόνο σε διαφορετικά σκηνικά και με διαφορετικούς ηθοποιούς [π.χ. δάνεια, εξαρτήσεις από τρίτες χώρες, νεποτισμός, πελατειακές σχέσεις, Παιδεία χαμηλής στάθμης, κουτοπονηριά, ανταγωνισμός μέχρι τελικής πτώσεως, βλαχομπαρόκ κ.λπ]. Οι εξαιρέσεις [όπως άλλωστε και στο παρελθόν] το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και να μοχθούν να επιβιώσουν καταβεβλημένες από το γενικότερο κλίμα της ανυποληψίας προς το μέρος τους. Υπό την έννοια αυτή, δεν νιώθω να έχω οφειλές σε αυτό που συνολικά σήμερα νοείται σύγχρονη Ελλάδα. Πόσο μάλλον όταν είμαι και από αυτούς που εγκατέλειψαν τη χώρα, και ζω πλέον στο εξωτερικό. Πουθενά δεν είναι παράδεισος και ούτε μπορεί ποτέ να υπάρξει, αλλά μου φαίνεται πως σε αυτόν τον τόπο η κόλαση έχει λάβει διαστάσεις εθνικού χόμπι. Και οι συγκρίσεις, δυστυχώς, είναι και αναπόφευκτες και οδυνηρές.

Ως εκ τούτου, στη γραφή μου –στις περιπτώσεις που ασχολούμαι με την Ελλάδα, διότι δεν είναι αυτός ο στόχος της εργασίας μου, έχοντας μια πιο οικουμενική προοπτική– αφενός θα συναντήσει κανείς τόσο δάνεια του παρελθόντος, τα οποία μού είναι πολύτιμα ως αναφορές και σηματοδοτήσεις, όσο αφετέρου και μια λοξή ματιά, με ειρωνική χροιά και έντονη κριτική διάθεση, που κάποτε φθάνει ως την παρωδία [στην πεζογραφία], προκειμένου να καυτηριάσω τα κακώς κείμενα. Και, ξέρετε, αυτού του τύπου οι ματιές κουβαλούν μεγαλύτερη ματαίωση και θλίψη απ’ ό,τι θυμό και απαξίωση.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Ιδού δύο ποιήματα που επαληθεύουν τα προηγούμενα

ΒΙΝΥΛΙΟ

Ρέει μελάνι από την κούπα της σουπιάς
ο Αχέροντας πικρός ρίγη σε κάτοπτρα αειθαλή
στο ταβερνείο του μάς πίνει
Η δαντική βελόνα αλυχτά για μουσική
στη βαρκαρόλα της στροφής
και για κουπί, από την κρούστα μέσα μας,
μια τρύπια φτέρνα o Κέρβερος
στο στόμα του σκεβρώνει και τη φτύνει

Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή
κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός
ανδρώνει ήλους μελανούς
τυφλός ο ξένος μέσα ν’ ανατείλει

ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΩΣ

Καράβια κολυμπούσαν με παράφωνα φουγάρα
Έριχναν απλωτές μ’ αγκώνες πληγωμένους οι καρίνες
Ένα κοπάδι από δελφίνια, η τραβεστί ο Φάνης, ένα παπούτσι
το γέλιο ενός ξεκοιλιασμένου χταποδιού, μια μπίλια
έδιναν πρόσταγμα ν’ ανέβει η σημαία
με χίλια καλαμπόκια κεντημένη και δύο χελιδόνια
Οργίλοι και πολυτελείς στα γούστα χωρίς οίκτο
φωνασκούσαν όσα εντεταλμένα να συμβούν στο παρελθόν
Εμείς κοιμόμαστε και βλέπαμε όνειρο, νομίσαμε,
αλλά βρεθήκαμε φτυμένοι απ’ τα έρματα
μ’ αρώματα βούρκου, μαύρο αλάτι και πετρέλαια στα μαλλιά μας
Γυρίσαμε πλευρό και σκεπαστήκαμε
–κοιτάζοντας στα μάτια τον βυθό–
μ’ ένα μεγάλο φύκι-κροταλία που ημέρευε το χάδι
μέσ’ απ’ το τρυπημένο μάτι ενός αγάλματος
και την τριδάχτυλη παλάμη του
που ευλογεί από τότε την αρχαιοπρεπή ζωή μας

κάτω απ’ το νερό