Scroll Top

Ηρώ Νικοπούλου

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Εκεί που γεννιέται το ποίημα γεννιέται κάθε φορά κι ο τόπος του ποιητή.

Η Νέα Σμύρνη, μαγική μέσα στα χρώματα και τις ανάσες των κήπων, σπλαχνική μέσα απ’ τα μάτια των αδέσποτων, με τους πεινασμένους γλάρους να βολτάρουν —κι ακόμα το κάνουν— πάνω απ΄ τις ταράτσες και τα κεφάλια μας. Το στραφτάλισμα της θάλασσας στον ορίζοντα και βαθειά μέσα μου. Η παιδική μου ηλικία πάντα να εκβάλλει στου Φλοίσβου τα νερά. Η «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης 1717-1934» —σύμφωνα με την επιγραφή— της πλατείας με τους ψηλούς φοίνικες και τα πεύκα στην οποία φοίτησε και ο πατέρας μου αν και γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι ζούμε σε μια πόλη δίδυμη μιας άλλης που αναπνέει κάπου απέναντι. Η στρωματσάδα στη ταράτσα του σπιτιού μας τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια και τα «μαθήματα αστρονομίας» του πατέρα κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η χελώνα του κήπου μας που την πήρα στοργικά αγκαλιά κι αυτή με κατούρησε από τον φόβο της. Το άρρωστο ποντικάκι που κουβάλησα κλαίγοντας στη μητέρα μου σχολώντας από την Λεόντειο και επιστρέφοντας με τα πόδια στο σπίτι διασχίζοντας την ασφάλεια ήσυχων λουλουδιασμένων οικοπέδων. Η παραδείσια αθωότητα της κηπούπολης των νοτίων προαστίων με το βάρος της ιστορικής μνήμης που κουβαλά και η ψηλάφιση του παλιού τραύματος που αιμορραγεί σιωπηρά πάντα κάτω από την κρούστα της πολύβουης πόλης. Η άπιστη άλλη στέκει πάντα απέναντι, αδελφή δίδυμη με φοίνικες κι αυτή ψηλούς και με πεύκα.

Μετακόμισε έπειτα ο τόπος μου κοντά στην Πατησίων, μίκρυνε από παραλληλόγραμμες πολυκατοικίες σκοτείνιασε ο ορίζοντας, μικρό στενό η Κορυδαλλέως απ’ όπου ορμούσε στον ύπνο μου απειλητικός ο ήχος της πόλης. Τα τελευταία χρόνια της χούντας. Το βράδυ της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου τα τανκς κροτάλιζαν όλη τη νύχτα. Το επόμενο πρωί είδαμε όλα τα πεζοδρόμια και τους γύρω δρόμους γαζωμένους από τις ερπύστριες, καθώς ήμουν εγκλωβισμένη στην δύσοσμη τσιμεντούπολη διαπίστωνα τη Νέα Εντοπιότητα. Την αλλαγή. Έτσι για κάποια χρόνια πορεύτηκα παρατηρώντας την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Μόνη παρηγοριά οι αναστάσιμοι ψίθυροι των συνενοίκων όπως του Περικλή Κοροβέση, λίγο αργότερα του Γιώργου Οικονόμου και βέβαια του περιοδικού To Δέντρο που φύτευαν τότε ο Κώστας Μαυρουδής, ο Μιχάλης Γκανάς και ο Γιάννης Πατίλης και φούντωναν τα κλαδιά του εν αγνοία μου ακριβώς κάτω από τα πόδια μου στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας.

Προχωρώντας στην ενηλικίωση ο τόπος άρχισε ν’ απλώνει, ταξίδευε μέσα από διαβάσματα, βιβλία και στίχους. Η απτότητα της ιστορίας μέσα από τα χαλάσματα βάθαινε τη μέσα μου πατρίδα. Ακουμπώ το χέρι μου σε μια αρχαία κολώνα θα πει αγγίζω τον χρόνο. Αθήνα, ιστορικό κέντρο, Θησείο, τα Μηνύματα του Κολωνού και η αποκωδικοποίησή τους γέννησαν στίχους και έγιναν τόποι μου. Από μια ηλικία κι έπειτα οι επισκέψεις στην πατρική γενέθλια πόλη μού μιλούσαν όλο και περισσότερο, οι αναμνήσεις του πατέρα για την καταπράσινη Καλαμάτα, η κατοχή, ο εμφύλιος και πάλι η θάλασσα τώρα στο νότο, όλα ζωντάνευαν και με πλούτιζαν με ρίζες ακαταπόνητες. Αργότερα συναντήθηκα κι αγάπησα άλλους τόπους μέσα από τα προσκυνηματικά μου ταξίδια, όπως συνέβη στην Αίγυπτο όταν με ένα ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο και με 42 βαθμούς Κελσίου κατέφθασα στη μέση της Σαχάρα στην όαση της Ντάκχλα για να επισκεφθώ ένα παλιό σχεδόν ξεχασμένο κοιμητήρι κι έμεινα συγκινημένα κατάπληκτη όταν αντίκρισα μνήματα με ελληνικές επιγραφές· εκεί, μέσα στην αχλή της αποπνικτικής ζέστης κοίταξα πάλι τον χρόνο κατάματα.

Όσο μεγαλώνω συλλέγω παρόμοιες ψηφίδες τόπων, στίχων και στιγμών και βλέπω να σχηματίζεται ένας χάρτης όπου όλοι αυτοί οι τόποι μοιάζουν να συγκλίνουν σιγά-σιγά στο μέσα μου σημείο που όλα ησυχάζουν.

***

Απέναντι

Κατηφορίζω στην Ευαγγελική
βουίζει μαθητάκια η Βενιζέλου
ημέρα αγιασμού και σήμερα
τριακόσια τόσα όλα κι όλα
μίλια απέναντι
Σεπτέμβρης πάλι με σύννεφα
μαύρα που ακόμα καπνίζουν
χίλιους διακόσιους μήνες κι
ανάμεσα πάντα η θάλασσα

Διασχίζω την 2ας Μαϊου
φτάνω κάποτε στην Αποβάθρα
μαρμαρωμένα κοιμούνται πλάι-πλάι
καμένα καράβια κι ολόκληρα
όσα φύγαν κι όσα ποτέ δεν έφτασαν
σε καμία από τις δύο όχθες
Ψηλά σκάνε γενεθλίων βαρελότα
σκίζουν στιγμιαία το πηχτό σκοτάδι
μόλις οι φλόγες βουτήξουν στα νερά
σαλεύουν τα σκαριά
χτυπιούνται ύστερα με λύσσα

Πιο κει αραγμένοι χαζεύουν οι «φίλοι»
τον Ύπατο Αν-αρμοστή τον ύστατο
μουλωχτά ν΄ αφήνει
μέσα στη γλάστρα
της πόλης τα κλειδιά
πριν του Κεμάλ μαύρος απλώσει ο ίσκιος

Ζαρωμένη η Μεγάλη Ιδέα νεκρή
φτερά και πούπουλα πολλά
στομώνει κορμιά η θάλασσα
φράζουν τα Στενά
υπόκωφες μέσα στη νύχτα
αγκομαχώντας
φτάνουν ως την Νέα την Σμύρνη
ακόμη οι φωνές από
την άπιστη Άλλη
για να πνιγούν και πάλι
στα φώτα της πολύβουης πόλης

 

Κορυδαλλέως 7-9

                                     (Θεόφιλος Σκορδαλός 1570 μ.Χ.)

Ι.
Στενό δρομάκι δίχως
παρτέρια δέντρα και πουλιά
ωραία μου την έσκασες Θεόφιλε
τζάμπα ονειρεύτηκα ουράνιους
Κορυδαλλούς στο τζάμι μου
ολόκληρος φιλόσοφος να ψεύδεσαι
ντροπή σου

Μόνο αυτοκινήτων μηχανές
βογγούσαν τρίζανε τη νύχτα
κίτρινα τρόλευ σκουπιδιάρικα
και το εβδομήντα τρία ερπύστριες
χαράματα μου γκρέμισαν τον ύπνο

Ξημερώνοντας δεκαοκτώ
είδα που τρέμανε
αναιμικές δεκαοκτούρες
σκυφτό το καναρινάκι μου
στα σίδερα να κλαίει

Τώρα πια δίχως μας
ξένες λαλιές χτυπιούνται
χαϊδεύουν κροταλίζουν
στα σανίδια των ορόφων
στα μισότυφλα κουφώματα
που εμείς φευγάτοι

ΙΙ.
Αποδημία ηλικίας παιδικής
καταχείμωνο πίσω από χνωτισμένα τζάμια
κι ασπρόμαυρο να πέφτει χιόνι τηλεοπτικό
ΥΕΝΕΔ η μόνη εντοπιότητα
με γύρω πηχτό τσιμέντο

Ξερά της απομόνωσης μπαλκόνια
και το σταχτί πουλί στο σύρμα
να μας κυκλώνει επίμονα
ραμφίζοντας θυμό

Κι όμως τα πρωινά αντιβουίζει
παρηγορητική γειτονική οικειότητα
από τον τρίτο
γλυκά η αυστηρότητα
του πρώτου μαλακώνει

Τ’ απομεσήμερο ανασταίνεται
οσμή επιούσιου άρτου
κι έντομα ψίθυροι
σπαρταρούνε στο φωταγωγό
με το φως εδώ εξόριστο

Λεπτές φωνούλες ανεμόσκαλες
άριες Κεφαλλονήτικες
κι η φωνή του Περικλή συρτή
τα βράδια ελπίδας αντιφώνηση
στο τεριρέμ του γύψου.

Μέρες του Σήμερα

Θ΄

Γίνονται κάποτε απάτητες κορυφές τα σώματα
όταν τα όρια σκεπάζονται
που ήξερες μ’ομίχλες
κι από τις παιδικές μας ιστορίες
γλιστρούν φαντάσματα τα γέλια
που όλο έρχονται
και αφοπλιστικά σου κατοικούν τα ματιά.

Δεν υπάρχει ύστερα χώρος αρκετός για έρωτα
η πόλη με τις σκιές της όλες ταξιδεύει
αφήνοντας σπαράγματα κολόνες οριζόντιες
αετώματα καφενείου τραπεζάκια
Χαλάσματα Θησείο απόγευμα
κι ο Κολωνός αλλού.

Το σάλεμα της ρίζας
και το όργωμα
σε πέτρας σπλάχνο

Γενέθλια πόλη Ι.

Κάπνιζε πάλι το βουνό
σύννεφα Ταϋγέτου
βαριά γλυπτά ιπτάμενα
που σταματούν απότομα
πάνω απ’ τις στέγες σαν
κάτι να ψάχνουν
Από το βάθος αέρας κατεβάζει
τη βοή της πόλης
ώς τα παραλιακά τραπεζάκια
οι αιώνιες γάτες ανασηκώνουν
τ’ αυτιά τους βαριεστημένες
τ’ αφρόψαρα φτεροκοπούν για λίγο
ασημίζουν την ησυχία του νερού
και οι περιπατητές συνεχίζουν
αμέριμνοι το μακρύ τους ταξίδι
ως στην ψίχα του βουνού
ανάμεσά τους η Κατίνα ο Παναγιώτης
ο Νάσος η Μάγδα κι ο μικρός Κωστάκης
που παραβαίνοντας όλες τις οδηγίες
γυρνά και μας κλείνει το μάτι
στάζουν τα ρούχα τους χρόνο
ανενόχλητοι περνούν απέναντι
οι σκιές τους συνάζονται στους πίσω λειμώνες
Τυλιγμένη στη μάλλινη μπόλια μου
βλέπω την υγρασία της νύχτας
να στιλβώνει τους άδειους δρόμους
τα φανάρια των διαβάσεων
τα κλειστά περίπτερα
τα νυσταγμένα βλέφαρα
της Καλαμάτας.

Στην κεντρική πλατεία
οι βιτρίνες των καταστημάτων
φυλακίζουν για λίγο ακόμα το φως

Ιστός του χρόνου

Κρύφτηκε η μικρή αράχνη
πίσω απ’ την επιτύμβια στήλη
λούφαζε στο φυλαγμένο χρόνο της
έρωτες ύφαινε πάλι και θεούς
κύκνο σάτυρο έφτιαχνε
αητό χρυσή βροχή και φίδι
κουκούλωσε το υφάδι της
οριστικά την Αθηνά την ίδια
με ολοζώντανο ρυθμό
τράνταζε τον ιστό του αιθέρα
μπρος-πίσω πρωί- βράδυ
μικρό του τρόμου τραμπολίνο
και δεν τελείωναν εκεί οι νύχτες
μόνο νύχτωναν οι μέρες

Λαχάνιασαν οι ευκάλυπτοι
ψηλά ν’ ανεμίζουν σήματα
του άχρονου καιρού
εκφραστικές αντένες
Χαζεύανε στον άνεμο
απορημένοι οι τουρίστες
ώχρινης σκόνης νέφη
Όλα τα γύρω εξάτμιζε
ανθρωποκτόνος ζέστη
στην όαση της Ντάκχλα
στη μέση της ερήμου
στο κοιμητήρι το παλιό
με τις ελληνικές επιγραφές
την σαβανώτρα αράχνη

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

 

Εκτύπωση πανθέου με ανεξίτηλα
παντός καιρού μελάνια

Διακόσια χρόνια κι ακόμη έρχεστε
απλώνονται τα χέρια ολούθε
μα το άγγιγμα όλο αναβάλλεται
ένας Μιχαηλάγγελος σε απόγνωση
σε επώδυνη αναμονή η Καπέλα Σιξτίνα
κι οι σκαλωσιές στη μέση
Κι όμως εμείς πασχίζουμε
ζωγραφίζουμε τις μάχες σας
με ακριβά εισαγόμενα χρώματα
αποστηθίζουμε δύσκολα ονόματα
πασάδες νεκρούς χρονολογίες
ντυνόμαστε τα ρούχα σας
σε γιορτές απόκριες και παρελάσεις
τραγουδάμε για την λευτεριά
με ανοιχτά φωνήεντα παλικαρίσια

Όταν όλα τελειώνουν
γυρνάμε σπίτι με βήμα σερνάμενο
πετάμε από πάνω μας βαρείς ντουλαμάδες
κι εξαντλημένοι βουλιάζουμε σε καουμπόικα
σε τούρκικα σήριαλ πνιγμένα στο κλάμα
στην οθόνη απαγάγουν παιδάκια μας άγνωστα
τα δικά μας παίζουν video games
ηρωικά στο χαλί ξαπλωμένα
Τα κοιτάς κι αναθαρρεύεις
Όλα λες ξαφνικά είναι απλά
κι επικίνδυνα
κι όλα εξαρτώνται από σένα
όπως πάντα