Scroll Top

ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Είναι αυτονόητο ότι ο ποιητής ή ο συγγραφέας όχι μόνο επηρεάζονται αλλά και καθορίζονται από τον τόπο τους. Μιας που πραγματώνονται ως τέτοιοι δια της γλώσσας, και η γλώσσα δεν είναι παρά ένα σύστημα νοηματοδότησης του κόσμου σε όλες του τις εκφάνσεις (ακόμα και του “ηθικού βάθους” ενός τοπίου), ο δημιουργός ακόμα και όταν μιλάει για πράγματα αλλότρια, στην πραγματικότητα μιλάει για τη φυσική προέκταση του σώματός του ή για τον τρόπο που αυτή ενεγράφη εντός του.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Κάποια (από τις πολλές) αναφορά μου στα της πατρίδας μας είναι το παρακάτω κείμενο:

ΠΑΤΡΙΔΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΔΥΣΚΟΛΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ…
Πατρίδα, είσαι ένα δύσκολο μικρό παιδί κι εγώ ο γιος σου.
Γερνάς σε βάρος μου διαρκώς – παίζεις με σπίρτα πίσω απ’ τις κουρτίνες, βάφεις με στάχτες τα μαλλιά σου, μου προξενεύεις μία κούκλα σου, να την γκαστρώσω για να γεννηθείς.
Σκύβεις μετά, αφ’ υψηλού, και με φιλάς στο στόμα. Με εξαπατάς. Σκέφτομαι τότε πως είσαι μια ωραία τσιγγάνα. Θα με δέσεις στον κόρφο σου. Θα στηθούμε κι οι δυο στη γωνιά, μ’ ένα τάσι μπροστά μας.
Μα περισσότερο πρέπει να σε προσέχω στις διαβάσεις. Τρέχεις μικρό παρανυφάκι απέναντι – λίγο να αφαιρεθώ, ρύζια και ροδοπέταλα σκόρπια στην άσφαλτο. Και πού το βρήκες εσύ τόσο κόκκινο, μια σταλιά κορίτσι.
Σε ξαναβρίσκω χίλια χρόνια αργότερα. Διώχνεις με αδράχτια τους μνηστήρες, τραβάς τον σύρτη στον γυναικωνίτη, κοιτάς χαζά απ’ το παράθυρο τη θάλασσα. Συνήθισες. Έπαψες να δαγκώνεις πια τα χείλη σου. Κι αν κάνω να ρωτήσω κάτι για τον κύρη μου, βουτάς σε γάλα αφιονισμένο κάτι έπεα και με μπουκώνεις.
Ώσπου να μεγαλώσω. Να γίνουμε στην πέμπτη τάξη συνομήλικοι. Γυρνάς και μου μιλάς πίσω από μπούκλες. Κάτι μου λες για τον ληστή εξ ευωνύμων, με τσιμπάς στο μηρό, με καρφώνεις συνέχεια στο δάσκαλο. Και για να με τυραννήσεις που δεν είμαι αριθμομνήμων, μου ζητάς ΑΦΜ, σε κοινό βιβλιάριο με ασφαλίζεις στο ΙΚΑ.
Όμως αυτό που πιο πολύ με συγκινεί είναι στο διάλειμμα. Με τι ωραίες οχλαγωγίες ακυρώνεις τους ψιθύρους μου, πώς πυρπολείς με αυτοσχέδιες την Πατησίων, πώς σπας τις φλέβες σου με σύριγγες για να σε λυπηθώ, να μείνω εσαεί στο έλεός σου. Γιατί μου υπόσχεσαι τα πάνδεινα, αν και συχνά μέσα από στοές φωτισμένες. Να γράφω μετά στο τετράδιο πως μπορεί να είναι ανοησία ό,τι ανθίζει εδώ, είναι όμως εκ θεού, γι’ αυτό – σκασμός, τσιμουδιά, ούτε κιχ!