Scroll Top

Στρατής Πασχάλης

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Ο λόγος που μ’ έκανε να πρωτογράψω ποίηση στην εφηβεία μου δεν είναι ο λόγος για τον οποίο γράφονται τα ποιητικά κείμενα σήμερα. Ο τόπος της ποίησης για μένα ήταν κάτι αντικειμενικά υπαρκτό, σχεδόν μεταφυσικό. Δεν έγραψα ποίηση για να εξομολογηθώ τη ζωή μου, αλλά για να έρθω σ’ επαφή μ’ αυτόν τον υπερ-τόπο συγχρονίζοντας το προσωπικό βίωμα με τη δική του συχνότητα. Μεταφορικά, κι ίσως κάποιες φορές κυριολεκτικά.

Η φύση, η φαντασία, ο μύθος, μα και η γοητεία του αστικού τοπίου, περισσότερο απ’την πλευρά της στοιχειωμένης ζωής και όχι της ζώσας επικαιρότητας.

Έγραψα ποίηση για να ξεπεράσω την ύπαρξη, όχι για να την εξομολογηθώ.

Ήταν και η Ελλάδα αλλιώς. Αλλά και η Ευρώπη.

Στα θερινά σινεμά βλέπαμε την «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» ενώ τα τζιτζίκια εννιά το βράδυ ακόμα ηχούσαν. Στα περίπτερα κυκλοφορούσαν τα Βίπερ με αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποιητικές ανθολογίες. Το καλοκαίρι ήταν ακόμα ελληνικό.

Μια άλλη πτυχή του τόπου της ποίησης ήταν και η μουσική. Η Φανταστική Συμφωνία του Μπερλιόζ, ο Θρήνος για τον Ιγνάθιο του Ξαρχάκου, ο Μεγάλος Ερωτικός του Χατζιδάκι και οι απαγγελίες του Ελύτη, με υπόκρουση ατονικού ύφους, μας κρατούσαν για ώρες κλειστούς στις κάμαρές μας με τ’ ανοιχτά παράθυρα που ακόμα έδειχναν παλιά σπίτια όπως αυτά που ζωγράφιζε ο Τσαρούχης και αυλές με γιασεμιά κι αγιοκλήματα.

Η ποίηση και η μουσική ήταν Αντίσταση. Αντίσταση στον μικροαστικό φασισμό και την κουταμάρα. Μετατόπιση σε μια περιοχή ελευθερίας όπου η ζωή έπαιρνε το αληθινό, αυθεντικό νόημά της. Η ζωή, και στη φωτεινή αλλά και στη θλιμμένη της εκδοχή.

Γιατί τα εσωτερικά των σπιτιών στη Μυτιλήνη, με τα βαριά μπαρόκ έπιπλα και τις βαρύτιμες κουρτίνες, φιλοξενούσαν εύκολα το ημίφως του Καβάφη. Το ερωτικό πένθος χρωμάτιζε τα πρόσωπα των αγίων στις εκκλησίες. Η πίκρα και ο φόβος, το τραύμα, οι οικογενειακές ιστορίες, εύκολα σε πήγαιναν ταξίδια μακρινά στις περιοχές των μεγάλων δραμάτων του θεάτρου.

Όλο αυτό το «χαρμάνι» ήταν για μένα ο τόπος της ποίησης. Όταν ξαφνικά μια μέρα-κι αφού είχα βρεί κιόλας στα θρύψαλα του Σολωμού την άκρα ευαισθησία κι ευγένεια στοχαστική φτιαγμένη από κουρέλια λαϊκών εργόχειρων- η μορφή ενός εφήβου πρόβαλε σαν φεγγάρι πίσω από τους αχνούς ενός εξώφυλλου θυμίζοντας πρόσωπο σε παράθυρο φθινοπώρου. …..

Η μορφή του Ρεμπώ. Αυτό ήταν. Όλα όσα ανέφερα πήραν αμέσως νόημα και βρήκανε άξονα. Κι από κει και πέρα η ποίηση σαν διαρκής προσπάθεια ήταν αναπόφευκτη. Διαρκής προσπάθεια να βιώσει και ν’ αποτυπώσει κανείς έστω και στον ελάχιστο βαθμό Αυτό που δεν ορίζεται. Αυτό που δεν εξηγείται. Αυτό που μήτε λέει μήτε δείχνει. Μόνο υπάρχει σαν ένα μαγνητικό σημείο αστερισμού. Ασχέτως αν γράφει κανείς για τη φύση ή για την πόλη. Για τη σκέψη ή την ψυχή. Για το απόλυτο σήμερα ή για το χαμένο χτες. Για τις ιδέες ή τα αισθήματα. Για το κέντρο ή τα περιθώρια. Για την ακμή ή την παρακμή. Για τα προβλήματα των ανθρώπων ή για τα γεγονότα των ονείρων.

Ασχέτως αν εκπροσωπεί το φως ή το σκοτάδι. Πάντα ένα πασχίζει : να διασώσει αυτό το εφηβικό «χαρμάνι» νοητού παραδείσου, έστω και σε μια ταπεινή κουκίδα – Και πάνω από τις καταιγίδες…. Και με φως και με θάνατον…..

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (απόσπασμα)

Οι μνήμες, άκυρα εισιτήρια κομμένης διαδρομής.

Μες στον πολιτισμό του Νεκρού Θεού
γυρνώντας αναποφάσιστος
το παιδί-ποιητής
ψάχνει ακόμα συμπαίκτη και δεν τον βρίσκει.
Χτυπάει τη μπάλα του στον τοίχο μοναχός
και παίζει με το Τίποτα.
Κι είναι πάλι Μεγάλη Παρασκευή. Και βρέχει.
Κι οι πασχαλιές ξεθωριάζουνε και μαδάνε.
Πριν καν τις μυρίσει.

Το πένθος είναι για ό,τι έχουμε ζήσει.
Ό,τι δεν ζήσαμε θα’ ναι η ανάσταση.
Κι ο ουρανός μ’ αυτό θα μας αποζημιώσει
αύριο κιόλας.
Tην ώρα που το αναμμένο κερί θα φιλάει
τη φλόγα του άλλου κεριού
που κρατάει ο άγνωστος κι έχει στο βλέμμα
κενό τον τάφο του αναστημένου.
Τον τάφο του Αγαπημένου.

Δυο φλόγες που φιλιούνται
είναι η ανάσταση.
Δυο φλόγες που δεν φιλιούνται
είναι η Μεγάλη Παρασκευή.

Αύριο θα ξυπνήσω πιο πένθιμος από ποτέ.
Θα καρφιτσώσω ένα μικρό χρυσό χαρτάκι στο μέρος της καρδιάς
και θα νιώσω και πάλι μέσα μου να σαλεύει
το σώμα του νεκρού έρωτα
έτοιμο να βλαστήσει.

Και θ’ ακουστεί και πάλι εκείνο το μεγάφωνο
κρεμασμένο στην παραθαλάσσια τζιτζιφιά:

«Έρωτα, έρωτα
-στο κεντημένο σώμα σου ψυχρό φιλί-
Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ. Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ KAIΟ ΤΟΙΧΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑ. (2021. ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ)