Scroll Top

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Η γλώσσα ως τόπος απεριόριστος είναι ασφαλώς η πατρίδα κάθε ποιητή. Η ζωντάνια, η ελευθερία και το κύρος της γλώσσας δίνουν την ευκαιρία και το πεδίο στον άτακτο νου του ποιητή να εκδηλωθεί και να εκδηλώσει το μέγεθος της «κατάρας» του. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη την αφετηρία, την πρώτη αρχή της συγκρότησης αυτής της ιδιαίτερης κλίσης που συγγενεύει με τις φωνές και τα γράμματα. Τότε που νιώθεις την κοινότητα να απαιτεί την συμπερίληψή σου κι εσύ ν’ αρνείσαι πεισματικά αυτή την απαλλοτρίωση. Τότε που καταφεύγεις στη μοναδική σου ελπίδα, τη γλώσσα και σιωπάς, διότι αντιλαμβάνεσαι την ιερότητα και τη μυστηριακή σχέση την οποία αποκτάς με τα πράγματα. – Είναι φορές που αναπολώ τις μέρες εκείνες της σιωπής, όταν δειλά δειλά ταίριαζα τις λέξεις κι έδινα νόημα σ’ ό,τι δεν μπορούσα, αλλά έπρεπε. Αντίσταση; Ίσως. Εγώ θα το προσδιόριζα ως έκφραση εσωτερική, ως αναγκαίο πέρασμα από τις προσβολές της αλάνας στο καταφύγιο των λέξεων. Η γλώσσα λοιπόν είναι η πατρίδα κι ό,τι δίνει νόημα στην πατρίδα. Ο γενέθλιος τόπος μου (Μελιγαλάς) είναι ακριβώς το μέγεθος, ως μέγεθος αντιλαμβάνομαι το χώρο που καταλαμβάνει στην ποίησή μου, της ιδιοτροπίας του νου να καταστρέφει, να καταστρέφεται και διαρκώς να αναγεννάται. Είναι η Ελλάδα δονούμενη με τις αντιφάσεις και το μεγαλείο της. Ο τόπος μου είναι η φωνή μου, όπου επιστρέφω και με επιστρέφει, κάτι το οποίο δεν είναι διεκπεραιωτικό, αλλά μια πλήρης διαδρομή δίχως το τέλος. Η ιστορία άλλωστε, το παρελθόν μαινόμενο παραμένει. Συχνά επικαλούμαι τη φράση που σκάρωσα στα χαρτάκια των παιδικών μου χρόνων: «Εδώ, ο εμφύλιος δεν τέλειωσε ακόμα». Παρ’ όλα αυτά σε τούτο το θυσιαστήριο γράφω, πληγώνομαι, ενθουσιάζομαι, αγαπώ κι επιμένω πιστός στην απεριόριστη πατρίδα μου.

MΕΛΙΓΑΛΑΣ

Χρόνια περιφερόταν μ’ ένα καλάθι σαρπηδόνες·
καθώς κοιτούσε νωχελικά κι αδιάφορα το δρόμο
ύφαινε το μαντίλι με τις δώδεκα λεπρές
πού ανηφόριζαν τα μεσημέρια το τετράζι.

κατά ‘δώ, ψιθύρισε
ο θηβαίος στρατηγός, καθώς γυρνούσε το μαγκάνι
η Mαρία.
πέρασαν γύπες με το γέρο ανάμεσά τους
σαν άλλοτε πού φύτευαν ελιές κι ατένιζαν
τον κάμπο.

μίκρυνε η γη κι ο κερασφόρος δεκανεύς
κρατάει ακόμη το σκοινί για τις θυσίες

–έτσι μεγάλωσες εσύ
σε αίματα και φρίκη περπατώντας διάστικτος
από άρπαγες και ευφυείς αλλοδαπούς
γονυπετείς ικέτες και τιτλούχους.

Ακόμη και τώρα
ιεροφάντες παραπαίουν στα περάσματα, νυχθημερόν ασκούμενοι
για κάθε ενδεχόμενο.
υπήκοοι της μνήμης:
η απόσβεση
το κρώξιμο των πελαργών πού δεν θα επιστρέψουν
τα ερείπια, μια πιθαμή απ’ το θάνατο, βήχουν
τήν ηδυπάθεια της ιστορίας
ώσπου οι κύκλοι του νερού να εκτοπίσουν
την ορφανή μητέρα πού σφαδάζει δι’ ευχών
τα κόλλυβα του μίσους
και τον ιδρώτα του μακάριου.
–έτσι μεγάλωσες εσύ

Σε νουνεχείς πού υστέρησαν στα όπλα.
κι όπως τρυπάει η υγρασία το κορμί
αφήνει το εκχύλισμά του στη λυκία:

νύχτα ο βασιλιάς κοίτα πως λάμπει

οι λάμιες του θολού βυθού
η ασβεστωμένη περιουσία…

λίγος ήταν ο ύπνος εκεί
σαν τη διάρκεια του χθόνιου νότου.

(Από τη συλλογή ΓΡΑΝΑ, 2007)

Σκέψεις ή στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Παλιά, το πανηγύρι ήταν όλο άνθρωποι και ζώα. Ανακατεμένες μυρωδιές με προεξάρχουσα εκείνη της τσίκνας. Είχαν εφεύρει τρόπους να υποσκάπτουν την ασέβεια και να χωρούν εμπρόθεσμα στην εκκλησιά για το αντίδωρο. Με τα πολλά άνοιγαν οι κρουνοί κι έβλεπες τις βιαστικές συναλλαγές και τα αιφνίδια νεύματα στο αλλόκοτο της απρονοησίας. Τότε τα κύμβαλα έπαιρναν φωτιά μήπως κάτι διασώσουν. Οι άρχοντες περιέφεραν το σκοτάδι τους ανάμεσα στους πιστούς κι έτειναν χείρα φιλίας στα εμβρόντητα θύματά τους. Ευκάλυπτοι, σιωπή και γαλάζιο εγώ. Εξέταζα τις ξέχειλες γούβες, τις γράνες, τα απόρρητα τις ευημερίας. Αιώνες πριν κρατούσε η προίκα· η βεβαιότητα για την αναφυλαξία ήταν πιο πρόσφατη, δημιούργημα των καιρών. Ο ασβέστης έκρυβε τα ίχνη απ’ τις θυσίες κι ήταν ρητή η απαγόρευση: πατάς, αφού στεγνώσει.
Κι όλο να μένει στο λευκό η ιδέα
Να θέλεις να ξύσεις μήπως βρεις
Το χάος και την αμφιθυμία
Αυτό που γίνεται κι όχι ό,τι φτιάχνεις
Όπως τα σκυλάκια στις ρωγμές ανάμεσα στις πέτρες
−Στους τοίχους έβρισκα πάντοτε με την αφή
Το παρελθόν μου και το μέλλον.

(Πανηγύρι λοιπόν, εωθινή ανάμνηση.
Ο λίβας ακούστηκε πως έρχεται
Μετανοιωμένος στην ηδυπαθή του άπνοια.)

(Από τη συλλογή, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, 2017)