Πάντα γυρνώ
πάντα γερνώ στα ίδια
κι εσύ ακριβέ μου Kάρταλε
σχήμα σκληρό
χρώμα αζωγράφιστο στου ήλιου το παιγνίδι
στέκεις αγέρωχος αιώνες τώρ’ ακίνητος
μα τόσο φιλικός, τόσο πια μόνος
αφού οι άνθρωποι
σου γύρισαν την πλάτη
μόνοι κι αυτοί – χωρίς περπατησιά
Είναι ο Κάρταλος, το ιερό βουνό που στέκεται απέναντι από το μικρό χωριό μου, -που με τα χρόνια γίνεται ακόμα μικρότερο- Γρηγορία Ηρακλείου Κρήτης, το βουνό μου, μα και το χιόνι στον μακρινό Ψηλορείτη, που τον Ιούλιο έβλεπα ενώ τα γαϊδούρια έσερναν τον βολόσυρο αλωνίζοντας τα στάχια, κι εγώ επάνω του τραβούσα χαλινάρια. Η καλή μου αγελάδα, που κάποια στιγμή ενώ τη χάιδευα με τα κέρατα της με πέταξε σε «βάθος ουρανού» για να σκάσω πάνω στις θημωνιές.
γιατί μου θυμίζει
τη στάμνα που έσπασα
κι η μάνα φώναζε
γιατί
χωρίς νερό μέσα στη ζέστη
Είναι τα άστρα που μετρούσα με τον αδερφό μου τα βράδια στο αχυρένιο στρώμα του αλωνιού και μου έκανε εντύπωση που εμένα τα χεράκια μου γέμισαν μυρμηγκιές ενώ του Νίκου όχι.
Το διάβασμα άρχισε να με ακολουθεί παντού και οι πρώτοι στίχοι παιδιόθεν να γεμίζουν τετράδια και βιβλία. Στίχοι που μιλούσαν για εκείνα τα παιδικά βιώματα της άπλας του χωριού, φορτισμένοι με το σκότος του ουρανού της πρωτεύουσας6
Όπως τράφους ο πατέρας έκτιζε
κι άνεμοι τους σκορπίζαν
έτσι κι εγώ
βιβλιοθήκες στήνω
για να στεγάσω τ’ όνειρο
που όλο ξεμακραίνειΟι σπουδές αργότερα, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, η ζωγραφική, οι εκθέσεις, ο Μ. Κατσαρός, τα περιοδικά, η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ, οι ποιητές, τα ταξίδια, τα βιβλία, οι γάμοι, τα παιδιά, οι απώλειες. Η ποίηση.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα;
‘Oλα αυτά πώς να ξεχάσεις, πώς να ξεχάσω; Παρά τα ταξίδια που έκανα, στην Ελλάδα και στον κόσμο, σε πανεπιστήμια και βιβλία, στον κόσμο μου εντός. Είναι στιγμές που θέλω εκεί να γυρίσω, στον γενέθλιο τόπο. Κι όταν δεν μπορώ επιστρέφω με τους στίχους και με το χρώμα, -γιατί έχω πει άλλοτε πως ζωγραφίζω ό,τι δεν γράφω και γράφω ό,τι δεν μπορώ να ζωγραφίσω-, προσπαθώ να γράψω ποιήματα για όλα αυτά τα ορατά και τα αόρατα του κόσμου τούτου, αλλά κυρίως, των δύο Ελλάδων που κρύβω και κρατάω πολύτιμο φυλαχτό στο εσώτατο του είναι μου.
24
Να περπατάς σε δρόμους άγνωστους
και σε γνωστούς
πρωτόγνωρα τον κόσμο
να θεάσαι
τις στάλες της βροχής στην άσφαλτο
που καθρεφτίζεται η
κόκκινη του φανοστάτη
η γραμμή
να ψάχνεις γάτας το περπάτημα
κι ανθρώπου γέλιο να φανεί
ν’ αναπολείς όσα δεν είδες
και στα παντζούρια τα κλειστά
τη μοναξιά που δήθεν πνίγει του
υπολογιστή η οθόνη
να γνωρίζεις
μέχρι που∙
λάμπουσα αφήνεται σχισμή στον ουρανό
και μέγας κρότος
Ομπρέλα στη βροχή χορεύει