Scroll Top

Γιάννης Στεφανάκις

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;Κινδυνεύεις να θεωρηθείς εθνικιστής αν δηλώσεις ότι ο τόπος καταγωγής σου, ο τόπος που είδες το πρώτο φως, που έζησες τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής σου, είναι ο τόπος που θέλεις πάντα να γυρνάς. Να επιστρέφεις σαν άλλος Οδυσσέας μετά από όσες περιπλανήσεις σε πόλεις άγνωρες ή και γνωστές.

Είναι συχνά στη σκέψη σου αυτός ο τόπος, ο οποίος σε έχει διαμορφώσει και σε έχει κάνει ουσιαστικά αυτός που είσαι σήμερα.
Είναι οι μυρωδιές οι γεύσεις τα ποτάμια οι αρχαίες ελαιώνες τα καβούρια.
Είναι το χώμα, τα αλώνια, τα τζιτζίκια, τα πανηγύρια, η κάψα του Καλοκαιριού, το τζάκι του ΧειμώναΙΕΡΟΣ ΒΡΑΧΟΣ

Πάντα γυρνώ
πάντα γερνώ στα ίδια
κι εσύ ακριβέ μου Kάρταλε
σχήμα σκληρό
χρώμα αζωγράφιστο στου ήλιου το παιγνίδι
στέκεις αγέρωχος αιώνες τώρ’ ακίνητος
μα τόσο φιλικός, τόσο πια μόνος
αφού οι άνθρωποι
σου γύρισαν την πλάτη

μόνοι κι αυτοί – χωρίς περπατησιά

Είναι ο Κάρταλος, το ιερό βουνό που στέκεται απέναντι από το μικρό χωριό μου, -που με τα χρόνια γίνεται ακόμα μικρότερο- Γρηγορία Ηρακλείου Κρήτης, το βουνό μου, μα και το χιόνι στον μακρινό Ψηλορείτη, που τον Ιούλιο έβλεπα ενώ τα γαϊδούρια έσερναν τον βολόσυρο αλωνίζοντας τα στάχια, κι εγώ επάνω του τραβούσα χαλινάρια. Η καλή μου αγελάδα, που κάποια στιγμή ενώ τη χάιδευα με τα κέρατα της με πέταξε σε «βάθος ουρανού» για να σκάσω πάνω στις θημωνιές.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣΑυτό το ρόδι
γιατί μου θυμίζει
τη στάμνα που έσπασα
κι η μάνα φώναζε

γιατί
χωρίς νερό μέσα στη ζέστη

Είναι τα άστρα που μετρούσα με τον αδερφό μου τα βράδια στο αχυρένιο στρώμα του αλωνιού και μου έκανε εντύπωση που εμένα τα χεράκια μου γέμισαν μυρμηγκιές ενώ του Νίκου όχι.

Είναι τα πανηγύρια, η λύρα το λαούτο, και η προσπάθεια μου από πέντε χρονών να μάθω να χορεύω στην αυλή του σπιτιού από τη μπουκόλυρα που έπαιζε η μάνα Τρυγόνα, (δική ήτο η μου επιθυμία), ενώ ταυτόχρονα χόρευε τον συρτό Χανιώτη. Ο πατέρας θυμάμαι, -που γνώριζε πάντα την ώρα από τις σκιές που άφηναν τα πράγματα , και άλλα ωραία κι εγώ απορούσα-, τάιζε τα ζωντανά.
Είναι ναι είναι, τα πρώτα καρδιοχτύπια, στα θρανία, οι πρώτες κλεφτές ματιές, η λάμπα πετρελαίου που διάβαζα και οι σκιές της που με έκαναν να μην φοβάμαι το σκοτάδι.
Είναι τα αγαπημένα μου αυτοσχέδια παιγνίδια, το αναγνωστικό του Γραμματόπουλου, με τις υπέροχες λιθογραφίες και τα μεγάλα στρογγυλά γράμματα που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν της οικογένειας «Αττικά», τα άλλα βιβλία του Δημοτικού με την εικονογράφηση του Α. Τάσου. Ακόμα η χαραγμένη μυστηριώδης πλάκα που βρήκα σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο στη αυλή του σπιτιού μας με μια παράσταση -κάτι σαν σπίτια και γράμματα, την οποία έχασα όταν 13 χρόνων έφυγα.
Γιατί έφυγα, ψάχνοντας από τότε τις γεύσεις και τις μυρωδιές, έφυγα μακραίνοντας από όλα αυτά, για ένα υπόγειο τυπογραφείο της Αθήνας. Ξεκομμένος από τον γενέθλιο τόπο και συχνά λυπημένος. Κι όπως από παιδί περίεργος για τα πάντα τα μεσημέρια, στην ώρα της ανάπαυσης, εγώ ανέβαινα πάνω σε ένα σκαμνάκι για να φτάνω την τυπογραφική κάσα και μάθαινα πού τα γράμματα κατοικούν, γράφοντας – στοιχειοθετώντας τους πρώτους μου στίχους. Βρέθηκα έτσι σε έναν άλλο τόπο γνώσης, σε έναν άλλο τόπο ποίησης. Σε δύο βάρκες βρέθηκα να πατώ, ο καινούργιος κόσμος μπροστά μου, γκρίζος, σκοτεινός πολλές φορές, αλλά και με πολλά ερεθίσματα. Το νυχτερινό γυμνάσιο, οι φίλοι, οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, και τα θερινά τα σινεμά, οι πρώτοι έρωτες -και οι χυλόπιτες-, ο Λάκης στον υπόγειο ηλεκτρικό με το βιβλιοπωλείο του και τα βιβλία που αγόραζα δίνοντας του δύο δραχμές και τα άλλα δανεικά.
Το διάβασμα άρχισε να με ακολουθεί παντού και οι πρώτοι στίχοι παιδιόθεν να γεμίζουν τετράδια και βιβλία. Στίχοι που μιλούσαν για εκείνα τα παιδικά βιώματα της άπλας του χωριού, φορτισμένοι με το σκότος του ουρανού της πρωτεύουσας6


Όπως τράφους ο πατέρας έκτιζε
κι άνεμοι τους σκορπίζαν
έτσι κι εγώ
βιβλιοθήκες στήνω
για να στεγάσω τ’ όνειρο
που όλο ξεμακραίνειΟι σπουδές αργότερα, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, η ζωγραφική, οι εκθέσεις, ο Μ. Κατσαρός, τα περιοδικά, η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ, οι ποιητές, τα ταξίδια, τα βιβλία, οι γάμοι, τα παιδιά, οι απώλειες. Η ποίηση.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα;

‘Oλα αυτά πώς να ξεχάσεις, πώς να ξεχάσω; Παρά τα ταξίδια που έκανα, στην Ελλάδα και στον κόσμο, σε πανεπιστήμια και βιβλία, στον κόσμο μου εντός. Είναι στιγμές που θέλω εκεί να γυρίσω, στον γενέθλιο τόπο. Κι όταν δεν μπορώ επιστρέφω με τους στίχους και με το χρώμα, -γιατί έχω πει άλλοτε πως ζωγραφίζω ό,τι δεν γράφω και γράφω ό,τι δεν μπορώ να ζωγραφίσω-, προσπαθώ να γράψω ποιήματα για όλα αυτά τα ορατά και τα αόρατα του κόσμου τούτου, αλλά κυρίως, των δύο Ελλάδων που κρύβω και κρατάω πολύτιμο φυλαχτό στο εσώτατο του είναι μου.

24

Να περπατάς σε δρόμους άγνωστους
και σε γνωστούς
πρωτόγνωρα τον κόσμο
να θεάσαι
τις στάλες της βροχής στην άσφαλτο
που καθρεφτίζεται η
κόκκινη του φανοστάτη
η γραμμή
να ψάχνεις γάτας το περπάτημα
κι ανθρώπου γέλιο να φανεί

ν’ αναπολείς όσα δεν είδες
και στα παντζούρια τα κλειστά
τη μοναξιά που δήθεν πνίγει του
υπολογιστή η οθόνη
να γνωρίζεις

μέχρι που∙
λάμπουσα αφήνεται σχισμή στον ουρανό
και μέγας κρότος

Ομπρέλα στη βροχή χορεύει