Scroll Top

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Ο τόπος μου δεν επηρέασε απλώς την γραφή μου – είναι η γραφή μου. Η γραφή μου είναι η πατρίδα του τόπου μου. Εξηγούμαι. Υπάρχουν βουνά, πεδιάδες, ακρογιάλια, νησιά, πόλεις, άνθρωποι… Όμως όλα αυτά δεν είναι τόπος. Τόπος γίνονται όταν η γλώσσα βάλλει τα βουνά να γεννιούνται απ’ την ομίχλη και να θηλάζουν το πυκνό γάλα της, τις πεδιάδες να κουρνιάζουν σαν πιστά σκυλιά στα πόδια των βουνών, τ’ ακρογιάλια να σπαρταράνε από έρωτα στην αγκαλιά της θάλασσας, τα νησιά να μάχονται την αρμύρα, τις πόλεις να στεγάζουν τα ορφανά του πάθους, τους ανθρώπους να τρελαίνονται από δίψα και πείνα για την ζωή, που φοβούνται να ζήσουν. Ο τόπος μου υπάρχει με τον τρόπο της γλώσσας μου. Λένε πως οι ποιητές παραβλέπουν την πραγματικότητα, πως ονειρεύονται αντί να δρουν. Λοιπόν, ποια είναι η πραγματικότητα του τόπου μου; Ένα κρατικό μόρφωμα, που στραγγαλίζει καθημερινά την δυναμική των πολιτών του, οι οποίοι αποθηριώνονται από μέρα σε μέρα; Ή μήπως μια τρελή, αυτεξούσια, παράφορη, φλεγόμενη πορεία από το χάος προς το χάος; Είναι η πραγματικότητα του τόπου μου μια συνεδρίαση επαγγελματιών πολιτικών, που δεν μπορούν να κρύψουν την λαχτάρα τους να τελειώσει ο μήνας και να πάρουν τον μισθό τους ή μια συντακτική συνέλευση σ’ ένα περιβόλι με λεμονιές; Οι παράφρονες υπερασπιστές του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους ή τα φιλιά των εφήβων που ανακαλύπτουν στα σκοτεινά το φως του έρωτα; Όλα αυτά και άλλα πολλά αντιφατικά είναι. Αλλά υπάρχει μόνον ένας τόπος, όπου μπορούν να συνυπάρχουν, χωρίς να αυτοκαταστραφούν: η γραφή. Η Ελλάδα υπήρξε μια ποιητική φαντασίωση από το πρώτο- πρώτο ποίημα που γράφτηκε στην γλώσσα της. Και το ποίημα αυτό αρχίζει με την λέξη «Μήνις». Και ο λόγος, για τον οποίο επέρχεται μια τόσο φρικτή καταστροφή. στους στίχους που ακολουθούν, είναι σχεδόν ασήμαντος. Χωρίς την γραφή, ο τόπος μου είναι απλά μια γεωγραφική περιοχή. Μα δεν είναι. Δεν μπορεί να είναι, αφού ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει δεν μπορεί παρά να ειπωθεί σε μια γλώσσα 4.000 ετών – το λιγότερο. Τραγωδία ή κωμωδία δεν μπορεί παρά να είναι ένα κείμενο· κι ο ποιητής, ένα πραγματικό φάντασμα που περιφέρεται σε μια πραγματική φαντασίωση, όπου ο χειρότερος μεθύστακας αξίζει όσο και ο πλέον νηφάλιος νοικοκύρης και το ευτελέστερο αρπακτικό όσο ο πιο έντιμος πολίτης. Η γραφή συγκροτεί το πραγματικό. Παραλογισμός; Ναι, λοιπόν! Αλλά μόνο έτσι μπορείς να γράψεις ποίηση και -φυσικά- να ζήσεις σ’ έναν τόπο, όπου πρωτοειπώθηκε πως ο κόσμος έρχεται από το χάος και βαίνει προς το χάος. Στο μεταξύ αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως μπορείς να βάλεις τάξη στο χάος. Παραλογίζονται, ζουν σε έναν τόπο φανταστικά πραγματικό!

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Αποσπάσματα από ποιήματα.

Είδα το δέντρο να ζηλεύει το φως μέχρι το τελευταίο φύλλο
κι εκεί κοιμήθηκα την αγρύπνια των πληγών μου:
μια συμμαχία δροσιάς μέχρι να βγει ο πόλεμος που νόμισα ζωή.
(Τότε φωτίζεται κι ο αμαθής: όταν αντέξει το τζιτζίκι
να παλεύει με το γυαλί της φωνής του· μεσημέρι, το πεύκο
να κρατάει μιαν ανάσα γεμάτη κατάρτια
κι ούτε ένα χάραγμα πουλί στο γαλάζιο της ανατολής.)
Να πατρίδα!

*

Ο μόνος πατριώτης είναι αυτός, που νοσταλγεί
μια φυλλωσιά, απ’ όπου δεν είδε ποτέ τα κορίτσια
να παίζουν γυμνά με το νερό – κι αυτή,
που ονειροπολεί μιαν ηλιόλουστη μέρα
να χρυσώνει τους ώμους των αγοριών στον δρόμο.
Η πατρίδα είναι πάντα κάτι άλλο, κάπου αλλού – για ν’ αντέξεις
την εξορία σου ακόμα και στην ίδια σου πατρίδα.

*

Ο έρωτας κι ο θάνατος: η μόνη ελευθερία
που μπορώ να καρπωθώ
στην κόλαση που λέτε πατρίδα.

*

Γενίτσαροι της πολιτικής ορθότητας,
μεταμοντέρνοι μυγοχάφτες,
αν δεν είχα σταθεί με τόση αλαζονεία
μπροστά στο αήττητο γαλάζιο
της θάλασσας και τ’ ουρανού,
σκουπιδαριό η πατρίδα σας,
αν δεν είχα κραυγάσει τον θυμό του πηλού
μπρος στον ακάματο χαλκό του ήλιου,
παλιάτσος ο θεός σας, αν δεν είχα τραγουδήσει
πώς ζεσταίνει η αγκαλιά μιας εύθραυστης γυναίκας
με το πέπλο του αλατιού.

*

Είναι πατρίδα τόσοι θάνατοι,
για να πεθάνεις τελικά από ζωή;

*

Λοιπόν, ξέρεις πολλούς να περιμένουν
τόσους αιώνες να τσιμπήσει το μέλλον;
Δεν βγάζεις άκρη με τους Έλληνες:
αγριάνθρωποι, θρασείς, με θώρακα και τόξο
στο χέρι· ανυπότακτοι ΕΙΣ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΡΧΗΝ.