Α΄
Είναι που με κρυφάκουσες
τις νύχτες•
Πάνω σε κείνο το κρεβάτι,
το πλεγμένο με τα φρύγανα των αγκαθιών,
τους ακρωτηριασμένους γρύλους,
τους βαλσαμωμένους χρυσοκάνθαρους
-‘πα στις σφακομηλιές του Κάστρου-
τα λείψανα των Μαυρομιχαλαίων,
τις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια του Σεφέρη,
το φως του Ομήρου,
το αίμα των Πετρουλέων και των άλλων.
Ίσα-ίσα.
Το μισοφαγωμένο κορμί του μάντη,
το τυφλό πέταγμα των νυχτερίδων,
ο καυτός αέρας που χτύπαγε τα παραθυρόφυλλα σαν
το σφυρί του δικαστή ολονυχτίς.
Με ότι υπολείμματα είχαν ξεμείνει από την γλώσσα μου σε ικέτευα να φύγουμε.
Ξημερωθήκαμε στο νεκρομαντείο.
Δεν ήμουνα εγώ που σου ψιθύρισα ”πάμε πίσω”.
Ήταν εκείνοι που ποδοπάτησαν τις ανεμώνες,
που σφάξαν τους ικέτες μέσα στο ναό,
που παλουκώσαν τα κεφάλια και τα περιφέρανε στ’ Αποσκιερά,
που κρέμασαν λυχνάρια στα κέρατα των κοπαδιών,
που θέρισαν στο Μονοδέντρι εκατόν δεκαοχτώ.
Κι ήμουν εγώ, η ανυπόδητη, την άλλη νύχτα,
που έγειρα το κεφάλι πάνω απ’ το βωμό,
δίπλα απ’ το κύμα -Καραβοστάσι τώρα- άλλοτε Σεράπειο,
γυρεύοντας το δίκιο της Κανέλλας,
τα λόγια των αλυσοδεμένων στο μικρό Αλγέρι,
γυρεύοντας ν’ ακούσω ό,τι ποτέ δεν ειπώθηκε,
γυρεύοντας να πω ό,τι ποτέ δεν ακούστηκε.
Είναι που με κρυφάκουσες.
Γιατί ήσουν απ’ τους άλλους.
Από τη φάρα εκείνων που σκοτώνουν για να θαυμάσουν ως πού μπορεί να φτάσει η σφαίρα τους.
Σαν πήρε να νυχτώνει κι ανέβηκε το πανδαιμόνιο των γρύλων,
στοίχισες ”κατά μπόι” τα παιδιά,
έβαλες στο κατόπι την αθωότητα.
Ήμουν εκεί.
Β΄
Εδώ που κάποτε περπάτησαν οι μύστες
Που ο αέρας μυρίζει ίδια όπως ο φόβος του θανάτου
Στην άκρη του ρείθρου
Συνηθίσαμε την ανθρώπινη μοίρα
Την απελπιστικά σύντομη ζωή
Τη μυστική και ιδιόρρυθμη καθημερινή οδύνη
Κατατρεγμένοι κι αλαφροίσκιωτοι
Αποσβολωμένοι θεατές ενός σύμπαντος σε αποσύνθεση
Όπου όλα συνηγορούν υπέρ της κολάσεως
Διανύσαμε το μακρύ δρόμο των καλών προθέσεων
Για να βρεθούμε καθηλωμένοι σε τούτο το αξιολύπητο σημείο
Χωρίς αβεβαιότητες, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς στοχασμό
Παρακολουθώντας ατάραχοι το παιδί που βασανίζει τη γάτα
Τον κόσμο που τελειώνει.
Η Αντωνία Μποτονάκη γεννήθηκε στα Λαμπιριανά Χανίων. Μετά το δημοτικό, μετοίκησΑΝ στα Χανιά. Από τα δεκαπέντε και για δέκα περίπου χρόνια ζΕΙ, εργάζεται και σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη (οδοντοτεχνίτρια, ηθοποιός, διαιτολόγος) Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα. Το 2011 εκδίδει το μυθιστόρημα ”Αστο κι ας αποθάνει” με τις εκδόσεις ”Ιβίσκος” που κάνει τέσσερις εκδόσεις και συνεχίζει να κυκλοφορεί ως σήμερα. Το 2017 εκδίδει την ποιητική συλλογή ”Αγήτρα της σκιάς” με τις εκδόσεις ”Ιωλκός” και αποσπά το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης της ποίησης ”ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ” Το 2018 κυκλοφορεί το”Τέρμα θεού” με τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και αποσπά την υποψηφιότητα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.