ΦΟΒΟΣ
Ερχόταν από τα χωράφια
σκοτεινός ήχος.
Διέσχιζε τα μεσημέρια
του ύπνου
μ’ ένα καλάμι
χτυπώντας τα σπαρτά.
Τα χέρια του άπλωνε
στα στάχυα
και τα λύγιζε.
Με την παλάμη του
στο μέτωπο
έσβηνε τον ήλιο.
Όλος ο κάμπος
χαμηλό σύννεφο
έβρεχε ασταμάτητα
στη μέση του καλοκαιριού.
*
ΜΗΠΩΣ
Είχε κι εκείνη
ένα καμαράκι για σπίτι.
Μία αυλή να κάθεται
τα απογεύματα που έβγαινε
ο ήλιος.
Ένα δικό της παράθυρο
να ξημερώνει.
Εκεί, στην άκρη του κόσμου
έπλαθε ιστορίες
για τους έρημους.
Τα βράδια
έστρωνε στο τραπέζι
δυο πιάτα.
Μήπως περάσει ο Χριστός.
Η Ελένη Μαρινάκη γεννήθηκε και ζει στα Χανιά. Σπούδασε γραφιστική και ζωγραφική στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε αρκετά χρόνια. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές. Επίσης έχει γράψει την εισαγωγή και τα ποιητικά σχόλια σε δύο φωτογραφικά λευκώματα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δραματοποιηθεί. Παράλληλα ασχολείται με τα εικαστικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.