Scroll Top

Βαγγέλης Τασιόπουλος – Απολογία/Τα αγάλματα κρύφτηκαν στα σπίτια τους

 ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Ήταν μαζί μου, χτες το βράδυ, όχι ακριβώς όπως το εννοείτε,
αλλά αυτό ποσώς με ενδιαφέρει, κύριε δικαστή.
Ψάξαμε τις φωλιές των αετών κι είδαμε πλήθος καράβια να περνούν,
να σχίζουνε τη θάλασσα αμέριμνα και να λιγώνονται τα βράχια.
Το φεγγάρι μόνιμη απειλή τραβούσε με τον εξολκέα το φως του.
Εκεί στην κορυφή ανάψαμε το πρώτο μας τσιγάρο.
Ενθουσιώδεις πελεκάνοι και αφρόψαρα τίμησαν το γεγονός δεόντως:
τρύπωσαν στα χαλάσματα και ανακάλυψαν τον τάφο ασύλητο,
διασκορπισμένη τη φρουρά και τους παρόχθιους πληθυσμούς να
επιδίδονται σε ακολασίες.
Και μπρος στον κίνδυνο, ξέρεις πως είναι οι άνθρωποι, κρύφτηκε βουβή,
στο χέρι μου. ‒Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς τα κατάφερε‒.
Το ξημέρωμα μας βρήκε γυμνούς να σκαλίζουμε τη στάχτη του βωμού,
σε ετοιμότητα πάντα για νέες τελετές.
Όμως ο κόσμος από εκεί ψηλά έμοιαζε με μικρό λιβάδι που
σιτίζονται βοοειδή, μηρυκαστικά, ιπποειδή και άλλα πρωτεύοντα.
Βαστάζοι γέροντες,
κρατούσαν από τη μια την προσευχή κι από την άλλη λεηλατούσαν
τον ξένο κλήρο.
Εκείνη στην κρυψώνα της, αόρατη.
Όταν ο χρόνος το επέτρεψε απαίτησε το κορμί μου. –Της δόθηκα.
Έτσι έγραψε ό,τι γράφω.

*

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΚΡΥΦΤΗΚΑΝ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ

Κάποτε η ημίλευκη περιφέρεια αναστατώθηκε από την ασυδοσία των
ασυνόδευτων.
Κάποιοι εντεταλμένοι παρατήρησαν πως έλειπαν τα αγάλματα. Οι
υποψίες βάρυναν τους άτακτους που συνωστίζονταν στα χέρσα τους
χωράφια. Το γεγονός αποσιωπήθηκε για λίγες μέρες. Συσκέφτηκαν
λοιπόν και αποφάσισαν να ερευνήσουν το κακό. Μα τίποτα δεν βρέθηκε
απ’ όσα υπολόγιζαν. Έτσι σφραγίσανε τα σπίτια τους, μίλησαν στις
θυγατέρες τους κυρίως, πως οφείλουν να προσέχουνε τους ξένους και
όσο γίνεται να αποφεύγουν περιπάτους προς τα χέρσα. Το τέλος του
χειμώνα είχε φτάσει, όπως και η υπομονή που λάξευε την ασθενική τους
μνήμη. Με παραβολές προσπάθησαν οι προεστοί να παρηγορηθούν,
εξασφαλίζοντας παράλληλα και τη σιωπή των υπηκόων.
Όταν τα αποδημητικά σκορπίστηκαν στον ουρανό κι η πολιτεία άρχισε
να ζωντανεύει πήρανε τόση χαρά τα ασυνόδευτα που μύριζαν τη λάσπη
των πουλιών ―θα έχτιζαν σπίτι―. Τότε έγινε η αταξία ταραχή της
νοσταλγίας. Έπαψαν οι χαρές και τα παιχνίδια και βρήκαν μέσα τους
βουνά κι ερήμους, ποτάμια επικίνδυνα και δρόμους σημαδεμένους από
κάλυκες και σαπισμένες σάρκες. Έκλαψαν πολύ ‘κείνες τις μέρες σαν τα
χαρούμενα πουλιά που τους γκρεμίζουν τις φωλιές.
Και δεν ησύχασαν παρά μονάχα όταν αποκαλύφτηκε πως τα αγάλματα
για να προστατευτούν από τους γηγενείς κρυφτήκανε στα σπίτια τους.

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος γεννήθηκε στον Μελιγαλά της Μεσσηνίας. Σπούδασε Παιδαγωγικά, Ειδική Αγωγή και Ελληνικό Πολιτισμό. Εργάστηκε με ανάπηρα παιδιά και δίδαξε ανάγνωση και γραφή της ποίησης στο ΑΠΘ, καθώς και σε επιμορφωτικά σεμινάρια εκπαιδευτικών. Έγραψε και δημοσίευσε οκτώ ποιητικά βιβλία, δοκίμια, μελέτες, επιστημονικά άρθρα, καθώς και εννέα βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Σλαβομακεδονικά, Ιταλικά, Ισπανικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνεργάζεται συστηματικά με λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικές και άρθρα. Είναι γενικός γραμματέας της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.