Πρωινό Δευτέρας, το δέντρο λύγισε
Ούτε καν πρόλαβα να δω
την περιστροφική κίνηση του ξυλοκόπου
προτού ο πέλεκυς καρφωθεί στον κορμό μου.
Οι γιατροί υπήρξαν κυνικοί
Το ανακοίνωσαν όπως μία νοικοκυρά δηλώνει
πως έφτιαξε φασολάκια
Θα πρέπει, κύριε, να εξοικειωθείτε μ’ έναν αργό θάνατο.
Για τα επόμενα χρόνια,
το χτύπημα του ξυλοκόπου βάθαινε
Ο χρόνος περνούσε, το δέντρο μαράζωνε.
Μέχρι που ήρθες ανυποψίαστη όπως κι εγώ
Κάπνιζες Καρέλλια κασετίνα κίτρινη
Στο τέταρτο πάνω, μου είπες ότι
Υπήρξες κάποτε ένα κομμένο δέντρο
Έκτοτε, με άφησες να αγγίξω ένα προς ένα τα φύλλα σου
Να αγκαλιάσω τα κλαδιά σου
Να θρέψω τον κορμό σου
Όταν έσμιξαν πια οι ρίζες μας
Η γη του Αχέροντα θύμισε Άνοιξη
Τα νερά του κύλισαν ανάστροφα
Δύο δέντρα που κόπηκαν κάποτε στα δύο
Μπολιάστηκαν στην όχθη του.
*
Με βάφτισαν Οδυσσέα
Όχι του βασιλέα, αλλά του αδελφού της μάνας μου
– πέθανε, είπαν, φυματικός σ’ ένα ποτάμι, νύχτα
Γι’ αυτό και οι λέξεις μου κουβαλούσαν ανέκαθεν ποταμίσιες πέτρες κι υγρασία
για όσα δεν πρόλαβε αυτός να ταξιδέψει
Ήταν, βλέπεις, που οι περισσότεροι μουρμούριζαν
πως το όνομα μπορεί και να έβγαινε σημαδιακό.
Από τότε, πέντε φορές πηγαινοήλθα Ιθάκη Τροία και λίγο πριν φτάσω στο νησί
πάντοτε επέστρεφα στην εξορία των Αχρείων
Ποτέ μου δεν κατάλαβα, Πηνελόπη, ποιος σκαρφίστηκε τούτο το ναύλο
Ποιες άρρωστες ψυχές με υποθήκευσαν, ποιοι πείραξαν την πυξίδα
Ποιοι όρισαν τα ρήτρα, τον αφέντη, τον πιστό ή τον προδότη
Απλά, πενήντα τόσα χρόνια κι ακόμη μαραγκιάζω εξόριστος από το σπίτι μας
Με αγέννητο το παιδί και προδομένα τ’ όνειρά μας
Με την ψυχή μου ανέστια, να ξεχρεώνει υποθήκες ξένων.
Κι όμως τους πίστεψα, Πηνελόπη
Μπες – μου είπαν – στο σκαρί, αρκεί που ξέρουμε εμείς
Τράβα κουπί, τον Αγαμέμνονα υπάκουε, ασ’ τα κρεβάτια και τους όρκους της παντρειάς
Κι ο χρόνος κατάντησε μία συναλλαγή
Κι απέμεινα να βολοδέρνω μακριά σου
Τώρα, δίπλα στα βότσαλα της θάλασσας συλλογιέμαι τι απέμεινε
Αν άραγε με αναγνωρίσεις όπως με έσκαψε η αρμύρα
Αν θα χωρέσεις τη λιγοσύνη ενός βασιλιά φυματικού.
Στις αμμουδιές όμως του Πρίαμου,
λίγα πια σώθηκαν απ’ όσα πίστεψε η αγάπη σου
Η θάλασσα διάβρωσε τα κυπαρίσσια που κάποτε άγγιξες
Τα λόγια μου αποδείχθηκαν σκιές. Κατάντησα κι εγώ ένας μνηστήρας.
Στις όχθες της Τροίας, γυρνώ την κλεψύδρα ανάστροφα κι ορίζω αναπότρεπτο χρησμό
Μην καταδέχεσαι κανέναν όρκο να κρατήσεις
Παρ’ το παιδί μας και άφησε μόνο μία ποταμίσια πέτρα μέσα σου
Για να γυρνώ κάθε που δύει ο ήλιος
και να ακουμπώ τη γη σου.
Γιάννης Δημογιάννης
Γεννημένος εν έτει 1969, στην Κέρκυρα, νησί ενός ανεκπλήρωτου νόστου. Επτάχρονος μετανάστης, εγκαταστάθηκε ακουσίως στην Πάτρα, διέπρεψε ως μαθητής Κλασσικού Λυκείου, και αποφοιτήσας, σπούδασε νεοελληνική Λογοτεχνία στα Ιωάννινα. Αγάπησε τα παιδιά των άλλων, μοιράστηκε μαζί τους την αγάπη της γλώσσας, και δεν έπαψε ν’ αναζητά όσους παρέμειναν παιδιά. Η ζωή του σχοινοβατεί ακατάπαυστα πάνω στο στίχο του Μίλτου Σαχτούρη: «Εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω».