ΚΑΤΑΜΟΝΗ
Κάθεται μοναχή στο χτιστό παγκάκι.
Αντίκρυ στη θάλασσα που ακινητεί.
Δε σηκώνεται, δε στρέφει.
Καρφωμένο το βλέμμα στη γραμμή του ορίζοντα.
Ακούει αόρατα κελαηδίσματα πουλιών
φωλιασμένων στα δέντρα του πάρκου.
Στέκει ακίνητη, μόνη, κατάμονη
αντίκρυ στη ρόδινη ανάσα του ήλιου
που πεθαίνει στη δύση.
Ο αέρας κατακλύζεται από μυρωδιά μοναξιάς.
Η καρδιά της σκεβρωμένη πόρτα που τρίζει.
Κάθεται μόνη, κατάμονη.
Τους ώμους της πιέζουν
οι βαριές παλάμες της θλίψης της.
*
ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ
Τον καιρό που ανθίσανε οι κουτσουπιές
κλειστήκαμε στα σπίτια
Βγαίνω στο μπαλκόνι
κι ακούω των πεύκων την ανάσα
των πουλιών τα τιτιβίσματα
και των αρνιών τα βελάσματα.
Ήλιος στεναχωρημένος φωτίζει την ημέρα
Μακρύτερα σύδεντρα πυκνά,
-τρούλοι, λες, εκκλησιών της χλωρίδας
Στη ζαρντινιέρα οι ανεμώνες
έχοντας σπείρει το σπόρο τους στον αέρα
γέρνουνε προς το χώμα
ντροπαλές debutantes
Ξάφνου ένας ντελικάτος κορυδαλλός
πεταρίζει με το πανέμορφό του λοφίο
Αχ! είναι μεγάλη η λύπη μου
μέσα σε τούτο τον εγκλεισμό
Όμως ευτυχία δεν είναι η απουσία λύπης
Ευτυχία είναι τ’ ότι μου δόθηκε το χάρισμα της ζωής
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδος. Εργάστηκε στη χημική βιομηχανία. Εξέδωσε επτά ποιητικά βιβλία, καθώς και ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας για τη Σφαγή στο Δίστομο το 1944, για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας το 2011. Επιμελήθηκε, από το 2014, πέντε Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων. Μετείχε στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας Book Press. Μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον (Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2014). Μετείχε στην Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.