ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΔΙΑΝΥΧΤΕΡΕΥΕΙ
Το θέμα είναι να διανυχτερεύει έτσι όπως είναι, εύθραυστο να παραμένει. Να μη πέσει και χαλάσει και σωριαστούν τα αγκωνάρια και σχιστούν και καταρρεύσουν οι σουβάδες. Να σωθεί ο ακρογωνιαίος λίθος. Να ‘ναι πάντοτε καράβι φουσκωμένο με το αναμμένο τζάκι ελατήριο. Και καπνός ένα εκκρεμές να διαφεντεύει τα ουράνια της βάρδιας, στα φτερά της οπτασίας. Να μην κλείνει μάτι και να μην κοιμάται ούτε στο λυχνάρι που θα πιτσιλίζει και θα τρεμοφέγγει. Να ‘χει και μια ροζιασμένη πόρτα να χτυπάς και ένα μαξιλάρι που θα διανυχτερεύεις. Τί αξία θα ‘χει ένα καινούργιο, ανακαινισμένο σπίτι με μοντέρνες προδιαγραφές και οροφές λουστραρισμένες, δίχως σκαλισμένους ρόδακες και κρεμασμένα ρόιδα των ονείρων, με ερμητικά αλουμινένια παραθύρια δίχως το πουλάκι της ανάμνησης να δέεται στο χιονισμένο τζάμι, στο περβάζι με χιονονιφάδες; Και δίχως την αύρα της κληματαριάς να αναδεύεται και να χτυπάει στα παλιά παραθυρόφυλλα και δίχως τους βοριάδες να φυσάνε μανιασμένοι και να μπαίνουν από τις παλιές χαραματιές. Και οι παρθενικές τουλούπες του χιονιού, να πέφτουνε στο παραγώνι πουπουλένιες από τις ραφές της οροφής στα πορφυρένια κεραμίδια; Μα, τί θα ‘ταν ένα ανακαινισμένο σπίτι δίχως το παλιό μπρούντζινο ρόπτρο, το σωσμένο πόμολο και δίχως το σπασμένο ρόδι στο κατώφλι με τις ροδοκόκκινές του αναμνήσεις;
ΠΟΜΟΛΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ
Εδώ ξυρίζουν, πλένουνε, στολίζουν στην εντέλεια οι μαυρομαντιλούσες τους νεκρούς, να τους ξεπροβοδίσουνε δίχως μια τρίχα πάνω τους. Και αφού δεν υπάρχουνε καθεδρικοί ναοί και ιερείς για νεκρικές ακολουθίες, τους ξεπροβοδούν με ξυλοκρέβατα στις πλάτες τους στα εξωκλήσια οι ζωντανοί με εκατό κοτσύφια μαύρα ιερείς μπροστά και άλλους τόσους συνοδεία γούμενους σπουργίτες δεξιά κι αριστερά στις ρεματιές και τους ενταφιάζουν στην σκαμμένη γη από τις κίσσες, μ’ έναν ξύλινο σταυρό μπηγμένο στα διάραχα της βρίζας, μη χαθούνε στο κατάστιχο του ήλιου εγγραμμένοι. Και όταν γυρνούν από το ξόδι μετά τον νεκρόδειπνο, λαδώνουνε το πόμολο της πόρτας. Οι νεκροί, λέει, θα ξαναγυρίσουνε στην κάμαρά τους κάποια νύχτα για να μπουν στα όνειρα των ζωντανών, να ξαναμπούν στα όνειρά τους. Και αν βρουν το πόμολο της πόρτας σκουριασμένο, πώς θα μπούνε να πλαγιάσουνε στην κάμαρά τους; Τι θα γίνουνε τα άδεια όνειρα δίχως νεκρούς, που αφήνοντας τους τάφους μείνανε έξω από την πόρτα και θα επιστρέψουν άπρακτοι στο εξωκλήσι;
* Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, με ανώτατες φιλολογικές σπουδές. Ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται σε παγκόσμιες Ανθολογίες. Μετέφρασε πενήντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Χρημάτισε Υπουργός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Αλβανία. Διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία, Αθήνα. Απέσπασε το Βαλκανικό βραβείο «Αίμος». Του απονεμήθηκε «Ασημένια πένα» για τη μετάφραση του Ελύτη. Συμπεριλαμβάνεται στο Λεξικό της Αλβανικής Ακαδημίας και στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Who is who (2012), ανάμεσα στις διάσημες προσωπικότητες. Παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανίας με το ανώτατο μετάλλιο της τάξης των γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.