στο τέλος της ηδονής
Στο καπό του αυτοκινήτου έμαθα να οδηγώ τον έρωτα
Να διασκεδάζω παρκαρισμένος απέναντι από άρτους και θεάματα
Μιας πόλης που κάποιες φορές δεν έλεγε να ξενυχτώσει
Τους νηστικούς και κάποιους ύπουλους
Τους χάζευα από ψηλά να περιφέρονται τη νύχτα
Σε λιτανείες επιβίωσης σκορπούσαν κόκαλα
Μπας και πετύχουν κάνα σώμα
Ποτέ αμαρτωλοί δεν βιάστηκαν τόσο για να πάνε στην κόλαση
Αιώνες καθισμένος στο καπό έβλεπα όλες τις γυναίκες που είχα ανάψει
Με είχαν ανάψει
Όλες όσες προσπάθησα να κατακτήσω
Εκείνες πάνω στις οποίες σφίχτηκα με πόθο ή από ανάγκη
Χαμένος πάντα μες στη μελαχρινή συμμετρία τους
Αυτές που κοίταξα με λαχτάρα ερωτική
Είχαν ενωθεί όλες μαζί
Και είχαν γίνει μία
Μοναδική
Εκείνη
Καθισμένη στο καπό του αυτοκινήτου και να γελάει μαζί μου
Φτιάχνοντας τολύπες απ’ τον ερημωμένο κόσμο μου
Στο τέλος της ηδονής
*
έμαθα να,
Συνήθισα πια
Ανέχομαι τις πλάτες που καπνίζουν
Όσους στριμώχνονται μαζί μου δίχως κανένα νόημα
Τον γυμνό καλόγερο, θλιμμένος ιεροκήρυκας πίσω από την πόρτα
Να μου θυμίζει πως με μάλωνες
–ποτέ μου δεν του φόρεσα τα ρούχα
Μόνο όταν σε πλησίαζα γδυνόμουν
μετανιωμένη σάρκα να σφραγίζει τα παράθυρα
ένα καταφύγιο απ’ τον χρόνο να χτιστεί
μια φυλακή της μοναξιάς
να μη μου φύγει κι αυτή
Όχι, δεν ήταν κάτι που μου έλειπε μαζί σου,
μόνο που τέλειωσαν νωρίς τα αφειδώς
και πιάστηκα ανόητος
να χαζεύω απ’ τον φεγγίτη