Scroll Top

ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

 στο τέλος της ηδονής

 

Στο καπό του αυτοκινήτου έμαθα να οδηγώ τον έρωτα

Να διασκεδάζω παρκαρισμένος απέναντι από άρτους και θεάματα

Μιας πόλης που κάποιες φορές δεν έλεγε να ξενυχτώσει

Τους νηστικούς και κάποιους ύπουλους

Τους χάζευα από ψηλά να περιφέρονται τη νύχτα

Σε λιτανείες επιβίωσης σκορπούσαν κόκαλα

Μπας και πετύχουν κάνα σώμα

Ποτέ αμαρτωλοί δεν βιάστηκαν τόσο για να πάνε στην κόλαση

Αιώνες καθισμένος στο καπό έβλεπα όλες τις γυναίκες που είχα ανάψει

Με είχαν ανάψει

Όλες όσες προσπάθησα να κατακτήσω

Εκείνες πάνω στις οποίες σφίχτηκα με πόθο ή από ανάγκη

Χαμένος πάντα μες στη μελαχρινή συμμετρία τους

Αυτές που κοίταξα με λαχτάρα ερωτική

Είχαν ενωθεί όλες μαζί

Και είχαν γίνει μία

Μοναδική

Εκείνη

Καθισμένη στο καπό του αυτοκινήτου και να γελάει μαζί μου

Φτιάχνοντας τολύπες απ’ τον ερημωμένο κόσμο μου

Στο τέλος της ηδονής

*

έμαθα να,

 

Συνήθισα πια

Ανέχομαι τις πλάτες που καπνίζουν

Όσους στριμώχνονται μαζί μου δίχως κανένα νόημα

Τον γυμνό καλόγερο, θλιμμένος ιεροκήρυκας πίσω από την πόρτα

Να μου θυμίζει πως με μάλωνες

–ποτέ μου δεν του φόρεσα τα ρούχα

Μόνο όταν σε πλησίαζα γδυνόμουν

μετανιωμένη σάρκα να σφραγίζει τα παράθυρα

ένα καταφύγιο απ’ τον χρόνο να χτιστεί

μια φυλακή της μοναξιάς

να μη μου φύγει κι αυτή

Όχι, δεν ήταν κάτι που μου έλειπε μαζί σου,

μόνο που τέλειωσαν νωρίς τα αφειδώς

και πιάστηκα ανόητος

να χαζεύω απ’ τον φεγγίτη