Scroll Top

“Χαμηλοφώνως”, Δ.Π. Παπαδίτσας – Του Νίκου Λάζαρη

 ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ

Διότι είσαι το πρώτο εφετεινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν
κατόπιν όλα τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμης τής θάλασσας όπου το κύμα
Κόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα τους
φαγώθηκε από παράσιτα
Κι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Και ξυπνάς πότε- πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα
και θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
είμαστε μαζί
Κι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
Όπως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά τής Βάρκιζας
Κι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μας ακολουθούσαν
Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
τού νερού και λέω: να το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ’ το κόκκινο- σαν τα μάτια τού μπεκρή- λυκόφως
Και είπαμε να το ριζικό να οι αγάπες βγήκαν στους
δρόμους για τον επιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Να’ ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Είσαι κείνο που γλίτωσε απ’ τα σκάγια
Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Είναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι ‘ αυτό σ’ αγαπώ.

Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

*
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι γεμάτη φιλονικίες, πάθη, υπόκωφες εντάσεις, ανισότητες και αινίγματα.
Ίσως κανένα από αυτά τα αινίγματα δεν προκαλεί τόσο έντονα την απορία μας και ταυτοχρόνως δεν μας ωθεί, σχεδόν βίαια, να προσπαθήσουμε να το λύσουμε, όσο αυτό που σχετίζεται με την περίπτωση τού εκ Σάμου ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα.
Ο Παπαδίτσας (1922-1987) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το έργο του -πηγαίο, αισθαντικό, διεισδυτικό- εντυπωσιάζει τον σημερινό, απαιτητικό αναγνώστη με την εκφραστική του ρώμη, τη δαψίλεια των εικόνων και των νοημάτων του και το υψηλής στάθμης λυρικό του φρόνημα. Παραταύτα, ο Παπαδίτσας όσο ζούσε, αλλά και βέβαια πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του μέχρι σήμερα, δεν απέκτησε ποτέ τη φήμη (και ταυτοχρόνως την απήχηση στο ευάριθμο κοινό των φίλων τής ποιήσεως), που έχουν κατακτήσει τρεις άλλοι ομότεχνοί του ποιητές τής ίδιας γενιάς. Αναφέρομαι στους Μανώλη Αναγνωστάκη, Μίλτο Σαχτούρη και Νίκο Καρούζο.
Πού οφείλεται αυτό το αδιαφιλονίκητο γεγονός, αυτή, η έστω προσωρινή, κριτική αποτίμηση; Νομίζω ότι οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Παπαδίτσας δεν υπήρξε ποτέ στρατευμένος ποιητής (όπως ο Αναγνωστάκης), ούτε μπορούμε να πούμε ότι οι στίχοι του διαθέτουν τα σκληρά, αιχμηρά περιγράμματα και τις χρωματικές εκλάμψεις τού Σαχτούρη ή το εξόχως αφοριστικό, γνωμικό ποιητικό ιδίωμα τού Καρούζου (που βρίσκεται ασφαλώς πιο κοντά στη σύγχρονη αναγνωστική ευαισθησία). Πιο σημαντικός όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, ο δεύτερος λόγος, βάσει τού οποίου ο Παπαδίτσας θεωρείται σήμερα υποδεέστερος ποιητής (ίσως άδικα) από τους τρεις προαναφερθέντες ομοτέχνους του. Διότι ο Παπαδίτσας μετά την ποιητική συλλογή του “Ουσίες β’ ” που εκδόθηκε το 1961, υπέπεσε, κατά την ταπεινή μου άποψη, σε ένα σφάλμα. Έχοντας ανακαλύψει (εν είδει αποκαλύψεως) τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα τους Ομηρικούς και Ορφικούς Ύμνους, στράφηκε με πάθος προς μια ποίηση ψυχρή, στεγνή, εγκεφαλική, σχεδόν απρόσωπη, που τον απομάκρυνε αισθητά από την πηγαία, αναβλύζουσα, σαν πίδακας νερού, λυρική ποιητική του φλέβα.
Ωστόσο, θα είμαστε άδικοι σε αυτό το πρόχειρο και αυθόρμητο κριτικό σημείωμά μας, αν δεν υπογραμμίζαμε και μάλιστα με έμφαση τούτο: Ότι στον Δημήτρη Παπαδίτσα οφείλουμε ορισμένα από τα ωραιότερα ερωτικά -και όχι μόνο- ποιήματα που έχουν γραφτεί στη Ελληνική γλώσσα. Ένα από αυτά τα ποιήματα είναι και το “Χαμηλοφώνως” που σήμερα ανθολογώ. Θα ακολουθήσουν, εν καιρώ, και άλλα.