Οδός ανθέωνΈνας άνεμος αλλοτινός
τον πήρε και τον σήκωσε
πάνω απ’ την άσφαλτο της Ανθέων
κι ευθύς αντίκρισε ίχνη παμπάλαια
και σπίτια χαμηλά
με κήπους
μ’ αρώματα
και χρώματα
τον πήρε και τον σήκωσε
πάνω απ’ την άσφαλτο της Ανθέων
κι ευθύς αντίκρισε ίχνη παμπάλαια
και σπίτια χαμηλά
με κήπους
μ’ αρώματα
και χρώματα
τι κόκκινα
τι κίτρινα
τι μπλε
εξώπορτες βαθύ γκρενά
μικρά παραθυρόφυλλα
και καλλιγραφήματα στα υπερώα.
Παιδιά φωνάζοντας
να του τρυπούν τ’ αυτιά
κλωτσώντας μπάλες πάνω κάτω.
Ένα φτερούγισμα
μια παγωμένη αύρα τον πήρε πιο ψηλά
και μια πατίνα
τόσο ποτισμένη στις πλάκες των καιρών
που ένιωθε τους ατμούς της.
* * *
Να σε σηκώνουν τα πουλιά
Νοέμβρης
κι εσύ να διασχίζεις πρωί την Εγνατία
μ’ έναν ήλιο απρόσμενο
αφήνοντας πίσω σου την Κατερίνη.Άδειος ο δρόμος
να αιωρούνται πλατανόφυλλα
πάνω απ’ το λευκό σου Corca
σαν λέξεις στον αέρα να πετούν
στη χειμωνιάτικη λιακάδα
σαν ομορφιά που αγαπά να φανερώνεται
σε πάνινες λεωφόρους
Νοέμβρης
κι εσύ να διασχίζεις πρωί την Εγνατία
μ’ έναν ήλιο απρόσμενο
αφήνοντας πίσω σου την Κατερίνη.Άδειος ο δρόμος
να αιωρούνται πλατανόφυλλα
πάνω απ’ το λευκό σου Corca
σαν λέξεις στον αέρα να πετούν
στη χειμωνιάτικη λιακάδα
σαν ομορφιά που αγαπά να φανερώνεται
σε πάνινες λεωφόρους
κι όλα να πλαταγίζουν μέσα σου
να σε σηκώνουν τα πουλιά
να σε αρπάζει ο ήλιος
ακούγοντας στο Τρίτο Πρόγραμμα
τις μουσικές του Ντύλαν
της Μπαέζ
ακούγοντας τον εαυτό σου να κλαίει.
Πίνακας: Paul Klee/Castle and sun, 1928