Scroll Top

Έλσα Κορνέτη | Ποιήματα

Ο ραφτάκος

H ζωή μοιάζει μ’ ένα πουκάμισο

λειψό και στραβοκουμπωμένο

όπου πότε του λείπει ένα κουμπί

πότε του περισσεύει ένα άλλο

Ο ραφτάκος της μισής ζωής

με τις πρόβες της από καιρό έχει τελειώσει

παύει να είναι καλός κι ανεκτικός

με τα λάθη και τις κακοτεχνίες της δουλειάς

Αφήνει κάτω βελόνες και κλωστές

ψαλίδια και υφάσματα

αγνοεί κουμπιά κουμπότρυπες και ραφές

Σαν κούκλα τη στήνει όρθια μπροστά του

μα όχι πια για να της προβάρει κάποιο ρούχο

αλλά για να της πετάξει καρφίτσες από μακριά

να την τρυπώσει στον αέρα

καρφιτσώνοντας περίτεχνα πάνω της

τον κακοραμμένο του

 Εαυτό

Άσκηση Ελευθερίας

Είναι ένα φάντασμα

που σου στοιχειώνει τις νύχτες

με το σύνδρομο της τάξης

Έρχεται συχνά

μ’ έναν καμένο θώρακα

άρωμα νικοτίνης

και δυο ξεφούσκωτα πνευμόνια

κρατώντας

μια σκούπα κι ένα φαράσι

για να σαρώσει τις λέξεις

να τις μαζέψει στη γωνία

μ’ έναν λόφο αποτσίγαρα

κι άλλες να τις κρύψει επιμελώς

κάτω από το βαρύ ανατολίτικο χαλί

Τα πεταμένα χειρόγραφα όμως με τον

άστατο γραφικό χαρακτήρα

τα χώνει βιαστικά στην τρύπα του στήθους

έπειτα χάνεται

μέσα σε πυκνό

σύννεφο καπνού

Τώρα πια ξέρεις

Κάποιος κάπου

εκεί ψηλά

απολαμβάνοντας ελεύθερα

τ’ αγαπημένα του τσιγάρα

αρέσκεται να  σε διαβάζει

Το άρρωστο δέντρο στο ασθενοφόρο

Ένας πλάτανος είναι μια πατρική φιγούρα

Σε αγκαλιάζει στη σκιά του δροσερά

Σου χαϊδεύει με την πράσινη παλάμη τα μαλλιά

Ψιθυρίζει

Μη φοβάσαι προχώρα

Για σένα στέκομαι μια ζωή όρθιος εδώ

Παντοτινά φυτρωμένος

Κάποτε ο πλάτανος αρρωσταίνει

κιτρινίζει χλομιάζει

χάνει το φύλλωμα τους χυμούς τις ρίζες

χάνει την ευστάθεια την ασφάλεια τη σιγουριά

χάνει το οξυγόνο το απαλό αεράκι

Τότε αποφασίζει και ξαπλώνει

μόνος του στο ασθενοφόρο

Αν ο πατρικός πλάτανος επέστρεφε

στις ρίζες του για έναν για δυο μήνες

Τι θα του έλεγες;

Άσε με να σκαρφαλώσω στους ώμους σου

Στο πιο ψηλό κλαδί

Το μαστοφόρο θηλυκό

Ένα σύγχρονο τέρας

Ήρθε να προστεθεί

Στη μυθολογία της ζωής

Το περήφανο μαστοφόρο θηλυκό

Όταν τρέχει φυτρώνουν μαστάρια

Πάνω σε κάθε πόντο του σώματός του

Ανεμίζοντας σαν παραγεμισμένα κρόσσια

Σαν δάχτυλα χοντρά γεμάτα όχι με λίπος

Αλλά με γάλα

Οι ακόλουθοί του είναι πολλοί

Οι λιγούρηδες είναι μυριάδες

Κι όλοι προσπαθούν ν’ αρπάξουν στο στόμα

Τη θηλή από ένα αιωρούμενο μαστάρι

Κι όσο το τέρας τρέχει να γλιτώσει

Ένας φιλεύσπλαχνος θεός

Από αυτούς που εμφανίζονται ξαφνικά

Το λυπήθηκε

Του έδωσε λαιμό λύκου

Να μην μπορεί να γυρίζει πίσω να κοιτά

Το λεφούσι που το ακολουθούσε

Αλλά να τρέχει κι αυτό με τη σειρά του

Απτόητο πίσω από τις ολόχρυσες ουρές

Των ημερών που όσο πλησιάζει να τις πιάσει

Αυτές πετούν παραπέρα

Και τότε

Ω, τι θαύμα

Οι μέρες από άπιαστα παγόνια χρυσά

Γίνονται νυχτερίδες

Πέφτουν νεκρές στο διάβα του

Αφήνοντας σε διάταξη ακτινωτή

Υπέρλαμπρα λευκά

Τα τυχερά τους

Κοκαλάκια

Τα φίλτρα

Τίποτα δεν είναι πια ίδιο

Κανένας δεν είναι πια ίδιος

Οι πάντες τα πάντα

Επιθυμούν να γίνουν

Άλλοι Άλλες Άλλα

Μέσα από τόση διύλιση

Μοιραία τελειοποιούνται

Γίνονται

Ομορφότεροι

Νεότεροι

Αψεγάδιαστοι

Αδύνατοι

Ευτυχείς

Ο κύριος διακαής πόθος τους

Είναι ν’ αλλάξουν

Να γίνουν Άλλοι

Μη γνωρίζοντας

Ότι τα σύγχρονα φίλτρα

Δεν είναι μαγικός ζωμός

Για να πέσεις μέσα τους

Όταν γεννηθείς

Της μηλιάς

Εξυμνώ με δέος

Τη μηλιά

Τον ένοχο καρπό της

Που δεν έπαψε ποτέ του

Να κυοφορεί

Του όφη

Τον πλησιέστερο συγγενή

Έτσι όπως ταραγμένος

Μετά την πρώτη δαγκωματιά

Από τη σκουληκότρυπά του

Όλο απορία ξεπροβάλλει

Με κοιτά με τη σειρά του

Με προφανή

Διάθεση συμφιλίωσης

Όταν εγώ δεν είμαι εσύ

Όταν εγώ δεν είμαι εσύ

Όταν εγώ δεν είμαι εγώ

Όταν εσύ δεν είσαι εσύ

Όταν εσύ δεν είσαι εγώ

Είμαι η σκιά μου ή η σκιά σου;

Eίσαι η σκιά σου ή η σκιά μου;

Το εγώ γίνεται σκιά του εσύ

Το εσύ γίνεται σκιά του εγώ

Ποιος είναι ποιος;

Το εγώ εσύ ή το εσύ εγώ;

Βιογραφικό Έλσα Κορνέτη