Scroll Top

Γιώργος Δουατζής – Πόλεμος

Πόλεμος

 

1.
Μπήκα στο αθώο βλέμμα των παιδιών
ρούφηξα εκπνοές γεμάτες πρωτόγνωρη καπνιά
ανάδεψα στάχτες στο παιδικό κεφάλι
πήρα ολόκορμη αγκαλιά τον τρόμο τους
σαν διασχίζουν οργωμένη γη από εκρήξεις
έσφιξα το τρυφερό τους χέρι μη ξέροντας
σημείο του ορίζοντα με καταφύγιο ασφαλές

Βύθισα το πρόσωπο σε ρούχα βρεφικά
να κλέψω γενετήσια μυρωδιά
βρήκα στον κόρφο τους παιχνίδια
στα χέρια τους τον ξεχασμένο βόλο
που παίζαμε στις γειτονιές
και κείνο το τόπι το φανταχτερό
που μας συντρόφευε στις παιδικές αλάνες

Μην πάμε για παιχνίδι, ψέλλισαν
τώρα μικροί μεγάλοι παίζουμε κρυφτό
δος μου χαλίκια να οπλίσω τη σφεντόνα μου
όπου και να τα στείλω θα χτυπήσουν τον εχθρό

2.
Είδα στα αίματα βαφτιστικό σταυρό
να αφανίζεται σ΄ έναν κρατήρα οχετό
οβίδας φονικής των εχεφρόνων ενηλίκων
κι έμεινα άφωνος, άδακρυς
αδύναμος να νοτίσω
έστω παλιό χειρόγραφο παραμυθιών
ίσως, γιατί ήμουν απασχολημένος
πασχίζοντας να θυμηθώ ένα νανούρισμα
μήπως και γίνω χρήσιμος έστω αργά

Τότε ξεπήδησε σοφή η παιδική φωνή
-μέσα από την αιματηρή κακοφωνία
σειρήνων, εκρήξεων, βομβών-
κι είπε σπαραχτικά προφητικά
Να ‘ξερες πόσο θα με μεγαλώσουν
σαν πεθάνω…

3.
Αναρωτιέμαι πώς χώρεσε τόση σιωπή
μες στον ορυμαγδό βομβαρδισμών
ενός πραγματικού πολέμου
με τόσες παιδικές φωνές
να μου τρυπούν δικαίως τα ένοχα αυτιά
την ώρα που τρεμοδιάβαινα περιδεής
διαδρόμους ανθρωπιστικούς, όπως τους είπαν
Βλέπεις, ήταν απ’ τις φορές
που δεν χωρούν οι λέξεις

4.
Παράξενο όνειρο το χτεσινό
όλο μου το κορμί συρμός
που χάραζε την οικουμένη
βαγόνια σε χρώμα παιδικό
γεμάτα πρόσφυγες, μετανάστες
μεταμορφώθηκαν όλοι σε παιδιά
κι απ’ τα παράθυρα μπαλόνια
πολύχρωμα χαρούμενα
έφευγαν προς τον ουρανό
σαν τις ψυχές αδικοσκοτωμένων
Τι κρίμα
τα όνειρα δεν μετανάστευσαν ποτέ
έξω απ’ τη χώρα του ονείρου

5.
Λέξεις που έστελνα μακριά
πολιορκούν, σκοτώνουν τη χαρά
σβήνουνε βλέμματα ζωής
στερεύουν δάκρυα υπομονής
σε καταφύγια απελπισμένων
Απλοϊκές διερωτήσεις με κεντούν
Τι έχουν τάχα μεταξύ τους να χωρίσουν
νέα παιδιά στ’ ανθός του ανδρισμού
Ποιο χρέος πληρώνουν προαιώνιο
στέλνοντας βόλι φονικό σε ομηλίκους
Ποια όνειρα θάβονται σε ομοβροντίες
με τις ελπίδες σε αποδρομή
Α, ένα δευτερόλεπτο αρκεί
ζωές ολόκληρες να βυθιστούν
στα έγκατα τα σκοτεινά του Άδη
κι εσύ ακόμα σκέφτεσαι αφελώς
πότε θ’ αναστηθεί το ποίημα…

6.
Αναρωτιέσαι ακόμα ευηθώς
αν έχασαν τον ύπνο τους
οι στρατηγοί με τα βαριά γαλόνια
στη σκέψη των νεκρών παιδιών
όσων απεκδυθήκαν κάθε οράματος ζωής
των νέων που βάδιζαν στη μάχη ευθυτενώς
και επιστρέφουν σωρηδόν οριζοντιωμένοι
άψυχοι, κραυγάζοντας σιωπηρά «γιατί;»

Ποιος είπε ότι δεν είναι εκκωφαντική
η νεκρική σιγή που απλώθηκε
στα βόρεια της γηραιάς ηπείρου;

7.
Σκέψου μονάχα
τι βρέθηκε στην τσέπη
στη θέση της καρδιάς
ενός νεκρού φαντάρου

8.
Χώρα σφαγείο
χώρα παράνοιας
χώρα αιμάτινη
χώρα θανάτου
χώρα καταστροφής
Οι απομείναντες
υψώνουν σημαίες
στα χαλάσματα
δόξας που ορθώνεται
επί πτωμάτων
Η ανοικοδόμηση
λέξη πολύ πικρή
Ερείπια λέμε για τα κτίρια
νεκρούς λέμε για τους ανθρώπους

9.
Ξέρεις τι είναι
εκατομμύρια να ονειρεύονται
μονάχα τη φυγή
κι επιστροφή στην καταχνιά;

10.
Ναι μάνα, ο θάνατος
αγγίζει όλες τις αισθήσεις
Τον είδα, τον άκουσα, τον άγγιξα
Μυρίζει ο θάνατος μάνα
μυρίζει…