Ερημίτες
Σε βότσαλο παράλογου μπερδεύτηκε το βήμα
είν’η ζωή ένας καημός
βυθός και άγριο κύμα
σε σχήματα πατημασιές σε χώρους των Ατλάντων
θαλασσινές μεταλαβιές
κήποι των αμαράντων
κάτ’ απ’ την ίσαλο γραμμή
στου κόσμου τα θεμέλια
ραγίζουν μαύρες σκοτεινιές απ’ των τρελών τα γέλια
Πάνω στην ονειρόπετρα οι πεθυμιές καθίζουν
στα φύλλα γέρου πλάτανου,
άσπρα πανιά αρμενίζουν
η πορφυρόχρωμη αυγή βγάζει του κέδρου δέρμα
σταλαγματιές ‘πό δυο στιγμές
και της ψυχής το αίμα
στο λόξεμα ενός φτερού
που παίζει με τ’ αγέρι
βαστά η μοίρα δόκανο και κοφτερό μαχαίρι
Κι όπως βουλιάζουν ξέπλεκα μαλλιά της Περσεφόνης
σε δρόμο θαλασσόδαρτο
άγια σκουριά μυρώνει
άφατες σκούνες πειρατών στις φλέβες αρμενίζουν
οι κωπήλατες του χρησμού
την πέτρα ακροβολίζουν
ξυπνούνε κόσμοι μυστικοί
μ’ αχάτια και φιλύρα
στήνουν στον Διόνυσο γιορτή μ’ αψέντια και πορφύρα
Σε κούπες με θαλασσινό νερό μεταλαμβάνουν
μες του αιώνιου την στιγμή
το άνθος ν’ ανασάνουν
μες’ σε σκοτάδια χάνονται στ’ απείρου τις εκτάσεις
σ έρημους δρόμους μακρινούς
και σ’ ιερές διαστάσεις
είναι, τ’ αχειροποίητου
της κτίσης* μαύρη ακίδα
κόσμοι φωλιάζουν-αστραπές και μαύρη καταιγίδα.