Scroll Top

Ηρακλής Αντωνογιαννάκης – Τρία ποιήματα

Τελευταία παράσταση…Κι εσύ, Λίλη Έμπε καθώς λικνίζεσαι μεσ’ τα σατέν σου
φυλακισμένη
καθώς μοιράζεις ανθοδέσμες από τον κήπο της αγάπης
μες’ τις διαχωριστικές γραμμές της σιωπής
καθώς ανθοφορείς μες’ τα πρώτα σου όνειρα
πίνοντας με φίλους τον Ήλιο το ξημέρωμα,
εκεί, στις χαραμάδες των κόσμων σου
εκεί, στον έρωτα και στο θάνατο
θαμώνας του χαμού καθώς κράζει το κοράκι του Πόε
σβήνει η τελευταία ανάσα του Έιναρ…
Ο αέρας είναι ζωσμένος τις κραυγές μας
έλεγε ο Τσινάνσκι πίνοντας μπύρες
με ”χαμούρες γυναίκες”
και το ξημέρωμα έσβηνε σε μια άκρη
στα περισσεύματα από τις ιστορίες του…
Κάνουμε σκέπαστρο την ανάγκη μεσ’ τον βρόμικο κόσμο
έλεγε
γυρνάμε ξανά τους φόβους μια ζαριά
μέσα σ’ ενα καμπερνέ
προτού βρουν το θάρρος και εκδικηθούν τα όνειρα μας…

Κι εγώ, που δεν είχα που να πάω πάλι απόψε
σ ‘ένα παλιό ταχυδρομείο με μισογκρεμισμένες πόρτες,
τα γράμματα πεταμένα σε μιαν άκρη χωρίς παραλήπτη
με μια μπουκάλα κρασί και στριφτά τσιγάρα,
χαζεύω την ζωή που ξέμεινε στην νύχτα…
Μια πόρνη που σιχάθηκε τους επιβήτορες που περνάνε
βρίζοντας πάνω από το ραγισμένο της κορμί,
με χάπια και δυο μποτίλιες άδειες
ποντάρει ρέστα, ακροβατώντας στις χαραμάδες
του νταβατζή χρόνου που στάθηκε για λίγο
έτσι, ένα γινάτι καθώς κλείνει το μάτι
λίγο πριν πέσει η αυλαία
από την τελευταία παράσταση…

*

Για τον ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ

Εκεί που η λόγχη άστραφτε
κάτω απ’ τον ξεραμένο Ήλιο,
εκεί, στις κατάκλειστες πόρτες του Αλικάντε
έγερνε ξημέρωμα το φεγγάρι της Οριουέλας
κάτω από τον ίσκιο του γέρικου δέντρου
και μόνο τα βελάσματα απ’ τις κατσίκες
και το σουραύλι του Πάνα ηχούσαν.

Εκεί, κάτω από τις παπαρούνες
κοιμόταν ο θάνατος.

Κι είχε μυρωδιά κρεμμυδιού και ξεραμένου ψωμιού
καθώς χρωμάτιζε τα στόματα της πείνας•
τη μελαμψή γυναίκα κάτω από το φεγγαρόφωτο,
το παιδί που σπάραζε στην κούνια του,
τις πληγές και τη τρέλα του κατάδικου,
τα μαραμένα ρόδα στην αυλόπορτα
κάτω απ’ το φρύδι του γκρεμού όπου έχασκε η άβυσσος.

Στο γεννοβόλημα της σποράς, στο γάλα και τον ανθό
που κουβαλάει η μέλισσα,
στην πέτρα που αφουγκράζεται το νέο ξύπνημα,
στο κελαΐδισμα των πουλιών,
στα στάχια που έγειραν
μες τις ρυτίδες της σιωπής,
όπως κρεμάστηκαν τα κάστρα
ανήμπορα,
παραδομένα στα λόγια των ποιητών.

Κι έβαψε με μαβί το μπλε των οριζόντων
όπως κινούσε το γαλάζιο βλέμμα του
πίσω από την σιδερόφρακτη φυλακή του.

Και μοσχοβόλησε ο κόσμος θυμάρι και χώμα,
στάρι και ζεστό ψωμί.

Σε τούτη την παράξενη πατρίδα δε χωρούσε πια άλλο αίμα,
παρά μονάχα η Ανάμνησή του

να ποτίζει τα πεσμένα κλωνιά κάτω στον κάμπο.

*

Στου Ίμερου τους πόθους

Ως αργοσβήνει στο χορό του πέλαου το σώμα
ντύνει με πέπλο την πνοή-της καθ’ αυγής το γιόμα
στων ασημόφυλλων ψυχής και της λαχτάρας κόπων
ορχείται κύμα-λάβα γης στις όχθες των ανθρώπων

Χαίτες το κύμα αλμυρό μες’τα φτερά τ’ ανέμου
όσα δεν ξέρω, δείξε μου-ν’ αντέξω του πολέμου
στων άστρων μέσα την πηγή ο χρόνος εξοδεί
δαίμων-θεός-μια άβυσσος- λαλεί την επωδή.

Στα πύραυνα σου καίγομαι στου Ίμερου τους πόθους
σ’ ενός ανέμου την πνοή-στις ιαχές τις νόθους
στο ρείθρο των ωκεανών στέκομαι ασκεπής
συντρίμμια ο κόσμος σκόρπισε-στα γκρέμια της σιωπής.