ΜνημοσύνηΠαιδί μου πάει καιρός που έπαψα να σε ξανοίγω πια·
μέσα μου ρίζωσε για σένανε του πόνου η στριγκιά φωνή.
Αυτή η ζωή που μου την στέρησες ολόδική μου ήταν,
πριχού του σκότους τα σαγόνια σε αρπάξουν από εμένα.
μέσα μου ρίζωσε για σένανε του πόνου η στριγκιά φωνή.
Αυτή η ζωή που μου την στέρησες ολόδική μου ήταν,
πριχού του σκότους τα σαγόνια σε αρπάξουν από εμένα.
Σαν τον αστραφτερό λαμπρό καθρέφτη ήσουν
που μέσα του φαντάζανε τα γέρα μου ανανιωμένα,
καθώς κοντά του έσκυβα και η μορφή μου
σπαρταρούσε μέσα του βαθιά με σφρίγος.
Κι τότε ένιωθα σαν να γεννιέμαι στην μορφή σου·
κι ένιωθα να με κράταγες μακριά απ’ τον θάνατό μου.
Τώρα καθρέφτη άθλιε, θρυμματισμένε,
μου φανερώνεις τον ξεσαρκωμένο θάνατο
σαν είμαι μέσα στο ψυχρό γυαλί σου ενταφιασμένος.
Πλέον δεν δύναμαι να δω αυτό που ήμουν κάποτε!