ΕΛΛΕΙΨΗ ΡΕΥΣΤΟΥ
Για το παιδί λες που ονειρευόταν
με τα μάτια ορθάνοιχτα
για τους βολβούς του που γίνονταν υφήλιοι
αλλού χιονισμένες
για τις θάλασσές τους που ασύμμετρα ποντίζονταν στη Καραϊβική
τα χάπια που κατέβαζε μέχρι να ολοκληρώσει
τον κύκλο από χρυσές βελόνες και ξέφτια κι ουρλιαχτά
μια κόκκινη ταινία που τύλιγε στο μπράτσο του
κι όσες απόπειρες φώναζαν απλώς
εδώ είμαι!
για το παιδί λες
για σένα δε λες
που σε απέθετα
πριν απ’ την έναρξη της βάρδιας των 7:30μμ
κι έτρεχα στο ταμείο
τις άγκυρες που έριχνα
να μη μου φύγεις
για το υγρό φως που έσταζε απ’ το στήθος σου
στις θεραπείες.
Για τη ζωή μας, έτσι κομμάτια,
απ’ το μαράζι του ενός κι από το ντέρτι του άλλου
έναν παγετώνα
που ο πάγος του ποτέ δεν έλιωνε
λόγω της έλλειψης ρευστού._
σειρά Α-ΚΙΡΡΩΣΗ και ΚΑΤΙ
ΚΟΚΚΑΛΑ
Ένα λιγνό κορίτσι γεμίζει τη σιωπή μου
σαν ένα κενό που μέσα στην
ηχώ του αναπαράγεται.
Εδώ η πείνα, εδώ η δίψα,
εδώ το αιώνιο άλγος,
εδώ η ακηδία
κι η τρυφηλή τυφλότητα·
τα μάτια της ανοιγοκλείνουν στο σκοτάδι
κι ο έρωτάς της για τα φραγκόσυκα
εξαερώνεται
σαν το καπνό που αργοπεθαίνει γύρω από μια πιστολιά.
Ζούμε τόσα χρόνια έτσι, μικροί κι αθώοι,
ώσπου μαθαίνω να παίζω στην εντέλεια
μια ολόκληρη σονάτα, για φλάουτο και βιολί,
με την κερκίδα και την ωλένη της·
έκτοτε αδύνατον να κοιμηθεί
κι όλο μού δηλώνει βιασμένη.
Απ’ το πλάι της περνούν οι νυχτερινοί φρουροί·
αυτοί που ανάβουν τα σβησμένα μας κόκκαλα
από μέσα._
σειρά Α-ΚΙΡΡΩΣΗ και ΚΑΤΙ
Η ΛΑΜΠΑΔΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Εκεί που ο Μποναβεντούρα υπερασπιζόταν το κατ’ εικόνα
μια ρηχή βάρκα ταξιδεύει σε μια βαθιά ζωή
κι ένας ζητιάνος ζωγραφίζει
με τα πόδια του
τον αδιέξοδο αυτοκινητόδρομο.
Κι ενώ γυρίζω απ’ το φροντιστήριο δίχως ήχο
-τριάντα χρόνια αυτή η δουλειά κλέβει τους ήχους μου-
με ρωτάς
πού νά βρω τώρα σκόνη να καλύψω τους τάφους τους;
κι οι αντηχήσεις πνίγονται
οι ψίθυροι σωπαίνουν
μα εγώ αρνούμαι πλέον την υποχρέωση να σου φτιάξω
τη μέρα
τον κόσμο
τα περιθώρια·
τα μάτια μου αποκτούν τη λάμψη που επεδίωκαν
ξυπνάω σ’ ένα ριζοχώραφο του νότου
και το Βιετνάμ αποκτά το επίθετο Γιε Γιε.
Έτσι θα συντροφεύω από δω κι εμπρός
τη χαϊδεμένη πέτρα μου
με όσα τραγούδια αγάπησα προτού να γεννηθώ·
κι ας φοβάμαι το κάθε λεπτό
που στάζει στον κόκκυγα ασημένιο,
το κάθε ζάρι που επιμένει να φέρνει φράουλες,
τους αντιπάλους ποιητές που περιμένουν στο αγιάζι
να γράψουν τα σονέτα τους
τυλιγμένοι με τα σκάγια μου,
οι μισοί νεκροί,
οι μισοί πεζογράφοι,
παγωμένοι ασθενείς που υποχωρούν στον κυτταρικό τους ξεπεσμό·
τα φατνώματα της ιστορίας
ξεχειλίζουν απολιθώματα
ο νεαρός ανθυπασπιστής διαβάζει τη συνθήκη των Φερόων
δάχτυλα ορθώνονται μα σαπίζουν τεντωμένα προς άγνωστους ενόχους.
Εγώ το κερί μου απλώς αλείβομαι
και στο καλούπι μου αφήνομαι να χυθώ:
ένα ομοίωμα της λαμπάδας της επανάστασης
εις μνήμην της επανάστασης._
σειρά Α-ΚΙΡΡΩΣΗ και ΚΑΤΙ
ΜΕΡΑ ΝΥΧΤΑ
Μέρα λέμε,
όταν αλλάζει το φως
κι οι βεράντες δροσίζονται απ’ τα γέλια
και λιάζονται.
Νύχτα, όταν το άσπρο φίδι
γυρίζει και δαγκώνει στα μάγουλα,
η κοπέλα που γέννησε τον Χριστό
γερνάει ταχύτατα
κι αφήνει τις ρυτίδες να την πνίξουν.
Δεν κοροϊδεύω·
μέρα νύχτα με μασάνε
κι ύστερα με φτύνουνε.
σειρά Α-ΚΙΡΡΩΣΗ και ΚΑΤΙ
ΟΥΑΙ ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ
Σπίτι, λες,
την απόφαση να επιστρέφεις και να το νοιάζεσαι·
απ’ τους τοίχους του να ξύνεις
και χάδια και φίδια
(μια ταξινόμηση των ειδών κατά πτήση και σούρσιμο)
και τέλος πάντων δρόμους πολλούς σαλιγκαριών
πόες,
πλόες
και τα μπαλκόνια του που χτίστηκαν με ήσκιους και σάλιο.
Τον κήπο του, όπου,
ενώ εμείς αντισφαιρίζαμε,
τα παιδιά μεγάλωναν
σαν οικόσιτα ελευθέρας βοσκής
που έβοσκαν μαζί με τον τσοπάνη τους·
πού φτάσαμε;
Ο χρόνος τους έγινε πια κύμα
και θα μας καταπιεί.
Έτσι τυλίγομαι γοργά
στα ξεχασμένα τους φιλιά κι υποχωρώ·
το σύμπαν
– ουαί τοις ηττημένοις –
δεν παύει να επιτιμά την κάθε μου υποχώρηση.
σειρά Α-ΚΙΡΡΩΣΗ και ΚΑΤΙ
ΠΟΘΕΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ
Τους ζούμε κι εμείς τους ποιητές καθημερινώς
όσοι τα καταφέρνουμε
απ’ τα ψωμένια μάτια τους
να πλάθουμε
είτε στηθαία δελτίου ταυτότητος
είτε ληξιαρχικές καταχωρήσεις
πόθεν και προς τα που
πίνουμε απ’ τις ποτίστρες τους και τρώμε απ’ τον χυλό τους
κι ας σπάει σε χίλιες όστιες
καθώς μεταλαβαίνουμε
σαν τίποτα καλόγεροι,
κρυφοϋποκριτές.
Μα ακόμη εγώ θυμάμαι
κείνου του Γέροντα
το τρίχινο καλπάκι
μ’ ένα ψαλίδι που τό ‘κοβαν
για να τον νεκροπλύνουν·
κι όσο αίμα εγκατέλειψε
τις φλέβες του
που το έβρισκα αργότερα
σε κάθε αυγή όταν ξυπνούσα
και μύριζαν τα ποιήματα
μες στα μαλλιά μου
σαν λαδομπογιά.
Κι ας ήταν αναλφάβητος,
στυλιάρι απελέκητο.
σειρά ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΟΙ ΗΤΤΕΣ
Αδειάζω τα όνειρα
με ένα κουτάλι·
λέω μετά
κρίμα και τα όνειρα
που είναι γεμάτα από τις ήττες μου
και που ξεχνιούνται πριν συμβούν
κι είναι κι αυτή μια αντιστροφή της αιτιότητας
και μια λυπηρή διαπίστωση
του καταστροφικού τύπου
ταχυόνιο – φωτόνιο·
μα, από τις ήττες αυτού του ωραίου νέου
προήλθε η σκόνη
που τον ξεπλένει σε κάθε γενέθλιο
όπως αποσβαίνει η άσφαλτος την απογευματινή κυκλοφορία
όπως συντρίβεται ο έρωτας
καθώς στραγγίζεται απ’ την τριβή
κι όπως οι σκοπιές με τους αυτόχειρες φαντάρους
σιγούν απόκοσμα
πριν την αυγή.
Οι ήττες μεγαλώνουν μες στα χέρια μας
σαν τα αυριανά αγκάθια
που φυτρώνουν από στέρφα μπόλια
σαν την τροχιά που διέγραψε εκείνος ο σπουργίτης
προτού από τον γάτο μας κατασπαραχθεί
ή σα μια φθινοπωρινή σονάτα που άλλαξε κλειδί
μόνο για το ένα χέρι
άλλωστε
δεν είναι η απέχθεια του τέλους
που μας απωθεί όσο μας ζυγώνει
καθώς ο χρόνος
αλλάζει συνεχώς τα πράγματα
ώστε να μάς θυμίζουν·
είναι η ελεεινή μας ομοιότητα με τον ηττημένο τού καθρέφτη/
διότι
τι αξιότερο να αποστραφώ
απ’ τούτον τον ρίψασπι που μου μοιάζει;
σειρά ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ