Εξπρές του ΜεσονυχτίουΤα νώτα μου αποφεύγοντας,
προσπερνούσα αλαφιασμένος, ο κιοτής, τα ξεραμένα χόρτα ξοπίσω μου.
-«Που πας;»
-«Φεύγω από την Πομπηία».
Πάτησα πέτρες φλύαρες,
που πλήγιασαν το τρυφερό μου δέρμα.
Σκίζαν τη σάρκα μου θρασείς,
δαιμονισμένοι κρύσταλλοι ενοχής.
Ο μαρτυριάρης ήλιος παραμόνευε.
Είδα στο διάβα μου νωπές σορούς,
ανερμάτιστα λιωμένα σύκα και κεδρόμηλα,
κόλλησαν οι ρουφιάνοι σαν πίσσα στις πατούσες μου,
λερώνοντας μαζί με τη λασπουριά τη συνείδησή μου.
Αθώες ή ένοχες,
οι μνήμες μου γίνηκαν της ανεμελιάς μου αδίστακτοι διαρρήκτες,
απαιτώντας βίαια την προσοχή μου: «Εδώ είμαστε!»
Προέταξα με θάρρος τον καυτό χυλό,
κράμα δυσώδες κι επικίνδυνο,
τον ζυγό και την πυγμή στα χέρια μου:
«Ποτές μου δεν σας ελησμόνησα!
Κι, όμως, δείτε με να δραπετεύω».
προσπερνούσα αλαφιασμένος, ο κιοτής, τα ξεραμένα χόρτα ξοπίσω μου.
-«Που πας;»
-«Φεύγω από την Πομπηία».
Πάτησα πέτρες φλύαρες,
που πλήγιασαν το τρυφερό μου δέρμα.
Σκίζαν τη σάρκα μου θρασείς,
δαιμονισμένοι κρύσταλλοι ενοχής.
Ο μαρτυριάρης ήλιος παραμόνευε.
Είδα στο διάβα μου νωπές σορούς,
ανερμάτιστα λιωμένα σύκα και κεδρόμηλα,
κόλλησαν οι ρουφιάνοι σαν πίσσα στις πατούσες μου,
λερώνοντας μαζί με τη λασπουριά τη συνείδησή μου.
Αθώες ή ένοχες,
οι μνήμες μου γίνηκαν της ανεμελιάς μου αδίστακτοι διαρρήκτες,
απαιτώντας βίαια την προσοχή μου: «Εδώ είμαστε!»
Προέταξα με θάρρος τον καυτό χυλό,
κράμα δυσώδες κι επικίνδυνο,
τον ζυγό και την πυγμή στα χέρια μου:
«Ποτές μου δεν σας ελησμόνησα!
Κι, όμως, δείτε με να δραπετεύω».
Gerhard O. Forde, Justification by Faith (Philadelphia, 1983)