Η ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΣΟΛΙΨΙΣΜΟΥ
Τι βολικό που θα ήταν ─
να, αυτήν την καρέκλα που κάθομαι τώρα
δε θα χρειαζότανε πιο ύστερα
να τη συμμαζέψω.
Θ’ αρκούσε να μην τη σκέφτομαι
και δε θα υπήρχε.
Κι άμα τον αγνοούσα, ο θάνατος
πάλι δε θα υπήρχε ─
ή έχω καταλάβει λάθος;
Πάντως, τι βολικό που θα ήταν.
Όμως, για στάσου, τότε κι εσύ,
αν δε σε σκεφτόμουν,
δε θα υπήρχες;
Αυτό με τρομάζει λίγο.
Μα όχι, γιατί να με τρομάζει;
Αφού ─ δυστυχώς ─ πάντα σε σκέφτομαι,
όσο τετριμμένο και να μοιάζει…
Το ξέρω ότι το ξέρεις
κι ακούς από μακριά
τόσες νότες φλεγόμενες άδικα.
Προσπαθείς, βέβαια, να κρυφτείς
στην κόκκινη μεταξένια εσάρπα
με τα κρόσσια της αδιαφορίας.
Όμως οι τοίχοι του δωματίου σου
σίγουρα πια θα πονούν
από τ’ απανωτά κατάγματα,
όπως και του δικού μου.
Θα συνεχίσω τον μονόλογο,
αντίδοτο της πλήξης.
Σίγουρα θα ήτανε πιο βολικό
να μην υπάρχεις ─
συλλογισμός ορθός,
αλλά ετοιμόρροπος σαν τη βεράντα μου.
Τελικά διαλέγω το άβολο,
διαλέγω να υπάρχεις.
Θα συνηθίσω το σπασμένο βλέμμα
και τη θάλασσα δίχως νερό.
Θ’ αγαπήσω όλα τα ματωμένα ξόρκια μου.
Φτεροκοπούν οι σκέψεις μου σα χελιδόνια
παγιδευμένα σε μικρή σοφίτα.
Ώρα να κλείσω ─ επιτέλους ─ το βιβλίο φιλοσοφίας
και να συμμαζέψω την καρέκλα μου.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΩΝ
Πολύ μου αρέσει αυτός ο τίτλος ─
τον διάλεξα ή με διάλεξε;
Ποιοι, όμως, τελικά είν’ οι ναυαγοί;
Επίσης, γιατί πέθαναν;
Πάντως, σύμφωνα μ’ ενδελεχή έρευνά μου,
πολλοί δήλωσαν ναυαγοί στην αφρισμένη θάλασσα
των στίχων τους. Σε λίγο θα σκοντάφτουμε
σε ατέλειωτα ναυάγια ποιητών.
Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εγώ αρνούμαι
να γράψω αυτό το ποίημα. Καινούριο
κάτι θέλω, βλέμμα ύπουλο, αλλιώτικο.
Στην ήσυχη βροχή των λέξεων καθρέφτισμα φωτιάς,
ντροπαλό συσσίτιο των διαμαντιών,
πικρόχολη βεντάλια που κρύβει το πρόσωπό μας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ
Κρίμα είν’ ο θάνατός σας ─ δίχως κρεβάτι μυρωμένο.
Φωτιάς βασανιστήριο, χάρτινος πολτός,
προσεχτική αφαίρεση μελάνης…
Αισχρές οι λεπτομέρειες.
Ποιος ευθύνεται γι’ αυτόν τον θάνατο;
Κανείς δε θα ενδιαφερθεί,
ούτε αστυνομική έρευνα θα γίνει.
Μάλλον ο γονιός σας μόνο θα σας κλάψει.
Ίσως, όμως, δίχως να το θέλετε,
να μετατρέπεται σε μιαν αλλιώτικη
ή και περίεργη ─ πώς να την πω; ─ θυσία.
Νέο χαρτί ─ και βέβαια, πάλι για στίχους νέους:
Πεισματικά σωσίβια ναυαγών, τρελούς καθρέφτες,
βαλσαμωμένα αλεξικέραυνα ψυχών.
ΑΙΩΝΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Τι δίλημμα κι αυτό ─
για τη γραφή μου να διαλέξω
μελάνι μαύρο ή κυανό;
ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ
Περίεργο, το ξέρω,
μα κάθε Νοέμβριο,
τα ρολόγια μοιάζουν με τα σύννεφα.
Κοιτούν διστακτικά, θαρρείς,
μες από τα πορφυρά παράθυρα του ήλιου
κι άξαφνα ιχνηλατούν το φεγγάρι
σε δάση αχτένιστα και μακρινά.
Τι θέλω να πω μ’ αυτά;
Το ξέρουν οι δείκτες τους,
που κινούνται σαν τα σύννεφα
και το στιλπνό το σχήμα τους αλλάζουν,
μιμούμενοι έναν τελετουργικό χορό,
που νομίζω ότι δοξολογεί μ’ άγνωστο τρόπο
το εύμολπο σμάλτο.
Ίσως είναι κι ένας τρόπος να ομολογήσω
ότι πολύ αγαπώ τα ρολόγια,
ότι πολύ αγαπώ τα σύννεφα.
Φιλότιμα προσπαθούν και τα δύο
με θραύσματα ρυθμού, με γρήγορα
της ομορφιάς βαμβακερά παιχνίδια
να με παρηγορήσουν.
Όμως, τελικά μικραίνει μόνο η μέρα ─
δε μικραίν’ η απουσία σου.
Η ΟΦΗΛΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Σε ζωγραφίζει
ο ουρανός
στης άνοιξης τα σέπαλα.
Σε κελαρύζει
η ομορφιά
στους γαλανούς της θρύλους.
Φιλί νερένιο,
κρίνο αέρινο,
φλέβα φωτός.
ΠΑΛΙ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΠΩΣ ΜΕ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ
Πάλι ονειρεύομαι πως με ονειρεύεσαι,
ν’ αγγίζω χώμα να γεννιέται φως,
πλάι σου να περπατώ πάνω στα κύματα,
τον χτύπο της καρδιάς σου να μαθαίνω στα ρολόγια,
πάλι ονειρεύομαι πως με ονειρεύεσαι.