Ακολουθώ
Ο άνθρωπος ακολουθώ το μονοπάτι
Το μονοπάτι με ακολουθεί αβέβαιο
Τώρα
Διασχίζουμε μια τεθλιμμένη εξοχή-
Όξινη χλόη
Υβρίδια βασανισμένα, άνθη άοσμα
Άρρωστα δέντρα
Απότομα σταματημένα στην πλαγιά –
Πορεύονται
Πορεύονται μαζί κι οι μέρες
Με τρέξιμο και χοροπηδητά, τραγούδια και σκυλιά
Λαχανιασμένα
Σε άσφαλτη διαδρομή, προς βέβαιο προορισμό-
(Καθυστερούν μονάχα κάπου κάπου
Στις στροφές
Χαζεύοντας, κορφολογώντας λίγες
Αγκαθωτές άγριες γνώσεις, τα παράσιτα
Του άγνωστου-)
Φαίνονται
Φαίνονται όμορφες οι μέρες από μακριά
Αμέριμνες κι αθώες
Με λίγα κρίματα, λίγα, ελάχιστα
Από αυτά
Που δεν αφήνουν ανεξίτηλο λεκέ
Ή σβήνουν με τη λίγη καλοσύνη που περίσσεψε
Από τη λεύκανση του πρώτου λάθους-
Μακραίνει
Συχνά μακραίνει η σκιά μου
Μέχρι το χωραφάκι
Εκείνο που απλώνεται στο επέκεινα
Όπου, στάχια με την ακρίδα των πληγών
Με την οργή των μελισσών
Και με της παναγίας το αλογάκι το κανίβαλο
Όπου, φλέγονται κόκκινα
Μέσα στον στρόβιλο, τα άγανα της Ιστορίας-
Κι ακούγεται ντουπ ντουπ ο μύλος των προγόνων:
Γυρνά η μυλόπετρα, δε σταματά, αλέθει
Ανάκατα, στιγμές, ώρες και μήνες
Χρόνια
Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος-
Αντιλαμβάνομαι
Ο άνθρωπος στο μονοπάτι
Κοιτάζω, αντιλαμβάνομαι
Πως κάθε πέτρα είναι άγαλμα
Και κάθε δέντρο καθεδράλα
Και κάθε άνθρωπος δυνάμει ζώο αγαθό
Φαγώσιμο
Λίπη και πρωτεΐνη, λύπη και ψυχή
Και ό, τι άλλο, άγνωστο, θεός
Μεταβολίζει-
Πνίγω
Πνίγω καθώς βαδίζω
Βόμβο από λέξεις ενοχλητικές
-άμορφα πλάσματα ακόμα με φτεράκια διάφανα
Που στροβιλίζονται
Στον σκοτεινό το νου μου, πάμφωτες
Ποθώντας και να ειπωθούν, μα και
Ν’ αναλυθούν σ’ άνεμο δυνατό
Που τίποτα να μην αφήσει όρθιο-
Βρέχει
Βρέχει απαρηγόρητα
Αχόρταγο το σαρκοφάγο χώμα πίνει
Να βλαστήσει
Λυγμούς και γέλια, ωσαννά, παράπονα-
Ο άνθρωπος βαφτίζω την ψυχή μου στη βροχή.
Μια χρυσαλλίδα ποιήματος στα χόρτα
Διαθλά τη μνήμη
Πόσος σπαταλημένος χώρος
Στο κενό μιας λυπημένης σκέψης-
(Από την υπό έκδοση συλλογή «Άμμος και λίγα βότσαλα» εκδ. Ροές)