Scroll Top

Στέλλα Δούμου | Ποιήματα

Intercity 62

Το τρένο θα σας θυμηθεί.
Μόλις στρίψει στη γαλάζια γωνία
Θα πέσει να σας φιλήσει τα πόδια.
Στο μεταξύ εδώ, το μέλι μας πικρό
Τα μάρμαρα ανθισμένα
Και στα λαγούμια κρύβονται
Σάπιοι βολβοί κι ασπάλακες.
Είναι κι αυτοί που, ουρλιάζοντας χωρίς φωνή,
Το χώμα αγκαλιάζουν
Να σηκωθεί, να γίνει άνθρωπος ξανά
Ο άνθρωπός τους.

Εποικισμός

Στην άκρη κάθε φράσης υπάρχει
Ένα αμυδρό σπυρί φως γεννημένο
Από του ποιητή την περιουσία.
Δηλαδή, το φευγαλέο εκείνο αίσθημα πως
Κατορθώνει την άφατη τελειότητα, ή πως
Καβαλάει έναν ιππόκαμπο και άρχει
Στο μαύρο ολόγραμμα του σύμπαντος
Έκπαγλος, μόνος, επηρμένος.
Ανάμεσα στις λέξεις τον σημαδεύει η κάννη της σιωπής
─το ξέρει, γι αυτό δείχνει την καρδιά του.
Κάποτε στρίβει σε γωνίες σκοτεινές
Σκύβει φιλάει το χώμα, ιδρωκοπάει σαν φυγάς
Φτύνει καρφιά ιδέες έμμονες
Και τελικά η επείγουσα ανάγκη ν’ ανασάνει
Πρωτόπλαστο τον κάνει σ’ έναν παράδεισο αόρατο
Όπου μάρτυς ουδείς, άρχων ουδείς
Κι όλοι οι καρποί στα πόδια του
Να φάει, να κλέψει, να πλουτίσει;
Δεν δίνονται εξηγήσεις.
Παρά μόνο κάποιες φορές κοσμήματα από φως σπαρτό
Τον αθωώνουν.

Lapsus linguae

Σε τυπογραφικά κενά
Στη σκιά μιας άλλης γλώσσας οριοθετούμαι
Εγκάτοικος θρόμβος άτυπης ενδοχώρας
Και πεινώ για τη φθορά των ειωθότων.
Όλα γίνονται κάποτε μύθοι.
Ακόμα κι ο θόλος του Φλεβάρη
Που δεν μπορεί να βρει τον εαυτό του
Και ραγίζει πανάλαφρος.
Ακόμα κι οι ουρανοί με τις σκισμένες άκρες.
Επείγουσα ανάγκη ο χρόνος ν’ ασπρίσει
Να γεμίσει υδροκέφαλα κρίνα
Στη βαθιά όχθη όπου Θεοί τα Σάββατα
Κρέμονται σαν φεγγάρια.

Σας χαιρετώ σαν το γράμμα που χάθηκε
Εκείνο το παράξενο σαμπί ϡ
Φεγγάρι κι αυτό με δυο δαγκάνες.

Τεφρή φωλιά

Έχετε δει πώς αναπαύεται η ρίγανη
στα μνήματα των λησμονημένων;
Στα παντέρημα χωριά που μάρανε ο Καιρός
Πάντα υπάρχει μια γυναίκα αιωνόβια σκιά
Τροχίζει στις πέτρες του χωριού
Τα προικώα της ενθύμια.
Τα βήματά της ζυγίζουν όσο τα λιθάρια
Του γκρεμισμένου της σπιτιού.
Ζει σε μια κασέλα. Με το νυφικό και τα στρωσίδια
Του γαμήλιου κρεβατιού που δεν στρώθηκε ποτέ.
Ή κι αν στρώθηκε δεν το θυμάται.
Τη μνήμη της την τάισε στους λύκους,
Για να τους εξημερώσει.
Οι πιο γέρικοι πέθαναν στα πόδια της κουλουριασμένοι
Τα μικρά τους πήραν των ομματιών τους.
Δεν άντεχαν το κλάμα της κάθε βράδυ.
Πηγαινοέρχεται στο κοιμητήριο
Δαγκώνει τα νοτισμένα καρβουνάκια
Και τα μοιράζει σαν λουκούμια
Στους χωνεμένους από χρόνια χωριανούς.
Τρυφερά τούς μιλά κι άλλοτε τούς θυμώνει
Που δεν την κάλεσαν ακόμα στο τραπέζι.
Ποιο τραπέζι δεν θυμάται.
Φοράει ένα γκρί φουστάνι, ίδιο δέρμα από στάχτη.
Κι ένα καπέλο μ’ ένα γαλάζιο πουλί
Που σπαρταρά σε κάθε κίνηση.
Μια μέρα που έβρεχε σαν αιωνιότητα
Μια μέρα που ξεθωριάσαν εντελώς οι πεθαμένοι
Στις φωτογραφίες
Κι η ρίγανη βαρέθηκε να τρίβεται στα μάρμαρα
Το γαλάζιο πουλί στο τσόχινο καπέλο της
την πήρε και φύγανε.

Ένα χνάρι κρότου λάμψης
Για πολύ λίγο τάραξε την ερημία.
Κι ύστερα πάλι ανέμισε το ύφασμα
Της ακλόνητης σιγής.

Μετά, το κόκκινο χάθηκε

Φυσούσε χειμώνας αγκαθωτά
Τα μετάξια της νύχτας φούσκωναν και σκίζονταν
Απ’ τ’ άστρα έπεφτε πελιδνή μια λάμψη στάχτη
Κι ένας άνδρας με στόμα Θεού
Μέτρησε με την πλάτη του τον ουρανό
Κι εξέπνευσε βελούδινα
Κρατώντας μια αλέκιαστη σημαία από κόκκινο χορτάρι
Ένας κήπος γυμνώθηκε και τον χώνεψε
Ίδιον άγαλμα από πάγο
Τυλιγμένο με λεπτότητα από χώμα.

Βίοι αγίων

Πάνω σε χασαπόχαρτο ταβερνείου
Ακριβώς δίπλα στο σύμπαν ενός φτηνού κρασιού
Επικίνδυνα κοντά στην καύτρα του τσιγάρου μου
Με σύνεργα σκοταδιού στο βλέμμα
Ένας Ινδιάνος με καρδιά βουνού
Έγινε Ταϋγετος.
Γι αυτό σωπαίνω.
Και προσεύχομαι.

Ενσωματώσεις

Μετάγγιση νεφών στα χείλη
Δελφίνια στην παλάμη
Κι όταν αίματα φορεμένα σε αλωνίζουν
Είναι που περνάς σε άλλο σώμα σαν σε θάλασσα.
Λωτοί τα μάτια, με ξεχνούν.
Κι ας λες ορκίζομαι.

Βιογραφικό Στέλλα Δούμου