Έναν κόσμο αγνό
Αλλάζουν όλα με ταχύτητα φωτός
και να ’μαι πάλι ξεροκόμματο στην τρέλα,
πίσω απ’ τις λέξεις που βαστούσα για ομπρέλα,
κι άφησα μέσα μου να γίνουν πυρετός.
Λουσμένη αίμα, δες, ακόμα αργοκυλάει
στις φλέβες μιας σκέψης που σκάει και διψάει
σε ψεύτη καιρό.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο αλλιώτικο,
μέσα σε όνειρα πλεγμένο και σε θαύματα,
βαθύ κι ανώνυμο από περιττά σκεπάσματα.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο αγνό.
Κλείνω τα μάτια κι ας μην ξέρω το γιατί.
Φόβος ξυπνάει τη σιωπή μου που ουρλιάζει,
μιας και στη γη αυτή η φωνή πάντα δειλιάζει
κι ούτε η σκιά της στέκει πλέον ορατή.
Γκρεμισμένη από μη κι από δεν πρέπει,
δες, σπαρταράει σκυφτή μ’ ακόμα τρύπια τσέπη
στου θράσους την αυλή.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο ακυβέρνητο,
μέσα σε πέλαγα αφημένο και σε κύματα,
να τον μεθούν γλυκά τ’ αγνά τους κιθαρίσματα.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο αγνό.
Σαν ξημερώσει κι όλα πίσω με γυρνούν,
στα τσακισμένα συναισθήματα που τρίζουν
και τη ζωή θαρρούν πως ξέρουν να ορίζουν,
ανάσες πένθους με τρυπούν και με ξυπνούν.
Λυσσομανάει το μέσα μου, και μ’ αγκυλώνει.
Καρφί η ζωή μου, δες, πληγή που όλο ματώνει,
και πάλι απ’ την αρχή.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο αμόλυντο,
μέσα σ’ ευχές να κολυμπά τα μεσημέρια του
και να κρατά την ευτυχία στα δυο χέρια του.
Μα εγώ φαντάστηκα έναν κόσμο αγνό.
Χτίζω έναν κόσμο όπως τον θέλω στον τρελό,
κόντρα στα όχι του μυαλού και στα εμπόδια.
Πληρώνω μετρητοίς του πόθου μου τα διόδια
κι αποζητώ για πάντα μέσα του να ζω.
Γιατί φαντάστηκα τον κόσμο αυτόν υπέροχο.
Εγώ φαντάστηκα τον κόσμο αυτόν αγνό.
Μείνε εδώ!
Για πάντα εδώ!
Ο φρουρός
Πώς σακατεύονται οι ψυχές με δυο κουβέντες;
Πώς διαγράφεται για πάντα το σημάδι απ’ την καρδιά;
Εγωισμός που τριγυρίζει στα σκοτάδια
φέρνει μια μόνιμη σιγή σ’ ένα χαμένο πουθενά.
Αφηνιασμένος πυρετός και καταιγίδα,
παρατημένος έρωτας σε κραυγαλέα μοναξιά,
απελπισμένο όνειρο και τρικυμία
καραδοκούν ουράνιο τόξο να τρυπώσουν στ’ ανοιχτά.
Πώς ανασαίνουν οι ζωές δίχως πυξίδα,
δίχως σημάδι στο ταξίδι για την ξέφρενη ευχή;
Ρομαντισμός που νίκησε το πεπρωμένο
αποτυπώνει τη γροθιά που αμφισβήτησε τα μη.
Παραταγμένος στεναγμός κι επιθυμία
από του πόνου τις ουλές δραπέτες έρχονται στο φως.
Πεισματικά ανταγωνίζονται το πάθος
και ξεμυαλίζοντας τη μπόρα κυνηγούνε το εμπρός.
Πώς θεραπεύονται οι πληγές μ’ απωθημένα;
Πώς ξαναγράφονται με λέξεις το σαράκι κι η φωτιά;
Παροξυσμός που εκδηλώνεται τις νύχτες
τ’ αποτυπώνει με συνήθειες που τρυπούν τα σωθικά.
Λησμονημένος εαυτός κι οφθαλμαπάτη,
χαρακωμένος κυνηγός στου πηγαιμού τη συννεφιά,
σ’ ένα υπόστεγο στεγάζουν το κουράγιο
και πάλι δρόμο για του άπιαστου τραβούνε τη φορά.
Πώς αντιστέκονται οι φωνές στην προδοσία;
Πώς συνεχίζουν να ριγούν όταν αγγίζουν τη φυγή;
Ερωτισμός που ζωγραφίζεται στο βλέμμα,
ακροβατεί πάνω στου ήρωα αντάρτη το σκοινί.
Αποδιωγμένος επιζών της νοσταλγίας
από τη σκόρπια του πυγμή τολμάει και ντύνεται τρελός
και, μ’ ένα σάλτο απ’ τη φθορά και την κακία,
της πεθυμιάς και της αγάπης εξελίσσεται φρουρός.
Ο μόνος
Είναι που ο μόνος την πορεία του έχει χάσει
μες στο σκοτάδι αυτό που του ’λαχε για μέρα.
Τρέχει χαμένος τ’ όνειρό του να προφτάσει,
μα απ’ τη θολούρα του δε λέει πια καλημέρα.
Σκίζει τη σάρκα του με πείσμα και με δάκρυ
κι αγριεμένος παίρνει χρώμα απ’ τη σκιά του.
Λιγοθυμά, μα όλο γυρεύει να βρει άκρη,
να βγει πιο μάγκας απ’ τη μοίρα την κακιά του.
Γιατί στο φως να τρεμοπαίζει και στο κρύο
σαν ενοχή που σπίρτο ψάχνει και βενζίνη;
Φταίει που βλέπει πάντα μπρος του ένα αντίο
ή μήπως φταίει που στην ορφάνια του έχει μείνει;
Φεύγουν και χάνονται σαν άνεμος τα χρόνια
κι η λησμονιά τρέχει την τύχη του να πάψει.
Ποια προσμονή να ζήσει πάνω του αιώνια,
μες στη φωτιά ό,τι τον πρόδωσε να κάψει;
Τώρα, τρελός κι αποκομμένος στρατηλάτης
μες σ’ ανυπόφορη και γκρίζα πολιτεία,
μεταμορφώνεται γενναίος παραβάτης
και κατακτά την πιο μεγάλη ευτυχία.
Μα ’ναι στο φως που τρεμοπαίζει και στο κρύο,
σαν ενοχή που σπίρτο ψάχνει και βενζίνη.
Φταίει που βλέπει πάντα μπρος του ένα αντίο
κι ίσως να φταίει που στην ορφάνια του έχει μείνει.
Ο χρόνος
Κι η βροχή βροντερή, να χτυπάει με ορμή το παράθυρο
κι η καρδιά σκυθρωπή, να κοιτάζει με πίκρα το τζάμι.
Δίχως φως στο κενό, διψασμένος σε άδειο δωμάτιο,
ένας πόθος αφήνει πνοή σε μια τρύπια παλάμη.
Πάει η ζωή του χαράμι. Νεκρό μοιάζει ποτάμι.
Κι οι σταγόνες να οργιάζουν μ’ ένα γκρίζο και βάρβαρο ήχο
κι άναρχα να ξυπνούν νικημένες της λήθης εικόνες.
Κι η βουή τους να αλλοιώνει κάθε άσπιλο κι αμόλυντο στίχο
τραγουδιού μιας αγάπης, ταγμένης στους δικούς της κανόνες.
Κι οι ευχές μένουν μόνες, να υπομένουν κυκλώνες.
Κι η βροχή πάντα εκεί, να γλιστρά και να πέφτει στο χώμα
κι η καρδιά πια μισή, με λυγμούς να παλεύει τον πόνο.
Δίχως στάλα ουρανό γαλανό, σ’ ένα άψυχο σώμα,
του θανάτου ποινή περιμένει να εκτίσει στον χρόνο.
Καθισμένος σε θρόνο, αυτός έμεινε μόνο.
Να ζήσω πάλι
Σκιές κι αρώματα, λέξεις και στόματα.
Δάκρυα στα μάτια, σκέψεις κομμάτια.
Κρυμμένα σώματα στα χαρακώματα.
Ψυχές καράτια, νεκρά κατάρτια.
Νύχτα κι ανήμερα, άγρια και ήμερα,
μιας ρίζας γόνος, γης δολοφόνος.
Σαράκια δίπτερα, βήματα μίζερα
κι ο κλέφτης χρόνος βαρύς και μόνος.
Μια ευχή γι’ αντίδωρο, κράμα πολύδωρο,
στη ζέστη κρύο, νίκη γι’ αντίο,
να σπείρω φώσφορο, σημάδι πρόσφορο
κι από θηρίο, σκληρό κι αχρείο,
να γίνω τσίνορο, πόρτα στο σύνορο,
ανεμοζάλη, ζεστή σκανδάλη,
γροθιά στο αδιάφορο, με βλέμμα αδιάφθορο
ν’ ανθίσω πάλι, να ζήσω πάλι.
Σ’ αγάπησα προτού σε συναντήσω
Κρύβω στα χέρια μου μια στάλα από βροχή.
Πάει καιρός που ’χω χαθεί. Δεν είμαι κάτι.
Είμαι ένα αδράχτι μολυσμένο από γινάτι
κι όλο βουλιάζω σε μια θάλασσα ρηχή.
Σκίζω τα όνειρα που έκανα παιδί.
Ήταν πολλά, μα έλα που ’γιναν απάτη.
Στο πιο πλατύ της αντοχής μου σκαλοπάτι
νιώθω κομμένο πια απ’ το δέντρο σου κλαδί.
Μ’ αν τύχει θαύμα και στο δρόμο σου βρεθώ,
μη μ’ αγνοήσεις, πριν τα μάτια μου σφαλίσω.
Πάρ’ την ψυχή μου να κρατήσεις φυλαχτό!
Για σένα κράτησα αγνή,
αφού σ’ αγάπησα προτού σε συναντήσω.
Μια μέρα σαν κι αυτή
Αγέρα, αντάρτη και ληστή, της σκέψης μου δυνάστη,
κραυγή ανείπωτης ευχής, στην τρέλα ακροβατείς.
Φύσηξε μέσα μου να βγει ξανά στου νου τον χάρτη
το φως που κρύφτηκε δειλά στην κόγχη της σιωπής.
Αγέρα του μεσημεριού, της θάλασσάς μου χάδι,
στου ορίζοντα τις φυλλωσιές χαράζεις μια φυγή
κι ενός χαμένου μυστικού μου αφήνεις το σημάδι
γι’ αντίδοτο στον έρωτα που μ’ άφησε πληγή.
Αγέρα, μπόρα και βροχή μη φέρνεις άλλο, φτάνει.
Ουράνιο τόξο στρώσε μου μια μέρα σαν κι αυτή,
που τη χαρά σημαία της η προσμονή την κάνει,
να πέσει πάνω της γλυκά και ν’ αποκοιμηθεί.