ΕΝΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΤΗΤΟΣ
Να κόβεις τα φτερά του αρπακτικού
και να ωφελείς τους παραβάτες
με ξόβεργες και υλικά απανθισμάτων:
Το νότιο κέρας για παράδειγμα
κι η προσευχή του ναύτη πριν τη βάρδια.
Μάλλον τα παραμύθια σού ταιριάζουν περισσότερο
είναι πιο συμβατά με
την παρηγορητική του χρόνου γύρω σου.
Δεν θα σου αρνηθώ τούτη την ακολασία.
Ήτανε κάποτε μια αράχνη που
ήθελε λέει να θυμάται παραμύθια
κι όλο ψιθύριζε ακροβατώντας στον ιστό
αρχαίες λέξεις επιούσιες:
Ελευθερώνεις το νείκος στην αβέβαιη επιστροφή
Πλάνητας γαρ κι
Αυτομολούν οι ποδηλάτες στη Φορμίωνος, έλεγε
θαυμάζοντας τ’ αστέρια του ουρανού,
μετά την καταιγίδα.
Ερχόταν τότε το νερό
ράπιζε το απελεύθερο σύμπαν καθώς
τριπόδιζαν
τα μπρούτζινα διακοσμητικά κι
άναβαν οι τοίχοι από τ’ αστέρια βαφτίζοντας ανελέητα
τα υλικά της ευτυχίας.
Η βασίλισσα χωμένη στην καλύβα
στοιβάζει ξύλα και διαλέγει προσανάμματα,
υλικά για τη φωτιά του πρίγκιπα.
Θα γυρίσει απ’ το κυνήγι λασπωμένος
τα χέρια του όλο θάνατο
κι εκείνη στον έρωτα να ομνύει.
Αργά λοιπόν – μεσάνυχτα
λούζει το λερωμένο διάδημα
τακτοποιεί τα αριστεία οικτίροντας
του χρόνου τις εγκαταστάσεις
ταΐζει το σκυλί και
περιμένει καλύτερα να ζήσει.
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Στον παλιό καθρέφτη απέναντί μου
αγόρευαν για το φιλεύσπλαχνο λαχνό
κάποιες κυρίες ηλικίας απροσδιόριστης.
Ανέλυαν ενθουσιωδώς τα πεπραγμένα
εστιάζοντας
στα οφέλη της προσφιλούς των απασχόλησης.
Κάθε τόσο ακκίζονταν
για τα κατορθώματά τους.
Εννοούσαν την προσφορά καθήκον του βίου,
επιταγή, το δίχως άλλο, ανταλλάξιμη
στην άλω της υποκρισίας.
Όταν η ξύλινη σκάλα έτριξε
κι αλώθηκε ο καθρέφτης από
μια παρέα νεαρών
που σπούδαζαν τον έρωτα κι ωρίμαζαν αδέξια,
οι προ πολλού αναξιοποίητες κυρίες
υποκρίθηκαν ικανότητα, σφρίγος και νεότητα.
Η έπαρση, όμως, είχε συντριβεί
κι έμενε ορφανό στην πορσελάνη
το κόκκινο σημάδι.
Στον παλιό καθρέφτη, απέναντί μου,
είχε περάσει πια ο ουρανός με τα γυμνά κλαδιά
που δέονταν στο κύρος του χειμώνα.
Δυο χέρια, δήθεν, τυχαία
κάτι ψιθύρισαν διακριτικά
κάτω από το τραπέζι
ίσως για να μη θιγεί
το κάτοπτρο απ’ τη θλίψη.
ΣΤΗ ΣΧΑΣΗ ΤΟΥ ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΥ
Ο ενταφιαστής λοστρόμος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, μετά τη συντριβή, ανοίχτηκε στη θάλασσα. Δεήθηκε στους ουρανούς να βρει κουράγιο για τη μάχη. Στη σκοτεινή διαύγεια εκείνη: Γυμνή με τα μαλλιά παρηκμασμένα στου κότινου τ’ απομεινάρια –δόξες παλιές– φρυγανισμένα μέλη. Λαίλαπα ο έρωτας φορεί το μεγαλείο του. Οργή στη σχάση του απερίγραπτου.
Πέφτει η ομίχλη ήσυχα, απαλά, κοιμίζει στη βάρκα το λοστρόμο είναι η ώρα να επιστρέψουν στην ακτή, όμως εκείνος λείπει. Εκείνη τον αγάπησε πολύ. Στο άτι της σαν άλλη Μαξιμώ την ονειρεύεται να φεύγει.
ΒΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΙΟΥ
Από νωρίς τα εκλεκτά πτηνά φόρεσαν τα καλά τους.
Η προσευχή τους πάντοτε διακριτική,
άλλωστε εκεί στα ύψη
συνοψίζονται τα υλικά της βεβαιότητας.
Ανοίγουν στο κοινό οι πλατείες, κάθε γιορτή,
με αζήτητα και ως εξ ουρανού σταλμένα άλλοθι
τα ζώα συγγενεύουνε προσωρινά.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε εδώ
γι’ αυτό ανάβω τσιγάρο να τιμήσω τα ειωθότα,
ευελπιστώντας στη διάθεση των ημετέρων.
Μετά την αναχώρηση
βρίσκω ακόμη σημάδια στους ευκάλυπτους:
τις χαραγές τα ανοιξιάτικα βράδια
μα κυρίως τις ιαχές της νίκης.
Εκείνες τις απροσδόκητες εμφύλιες συγκρούσεις
που προσχηματικά αναπτύσσονταν για να ξορκίσουμε
το κακό που μας θυσίαζε.
Ένας κουρδιστός θεός μ’ αδέξιες κινήσεις
προφήτευε, τότε, τις εγκλίσεις των ρημάτων.
Ο λίβας, γράφει την ιστορία στα χέρια μας,
χρυσίζοντας τους αμπελώνες.
ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΗΛΙΟΣ
Μέχρις εδώ
καθώς τελειώσανε
οι μέρες της βροχής
ο άνεμος σπεύδει
χωρίς καθυστερήσεις,
ανόμοιος σαν χορηγός
να επιθέσει προσωπεία στα αγάλματα
και δεν ακούς πια
τους κραδασμούς της σάρκας
ούτε το αίμα
στις εκχυμώσεις των βανδαλισμών
φτάνει η νοσταλγία του χρόνου.
Η πόρτα γράφει άλλο όνομα
δεν κατοικείται η εικόνα πια,
αφού με αμείλικτη συνέπεια
χωρίζεται και ταξινομείται
ως μνήμη.
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Κάποτε ήταν ένας άνθρωπος που έχτιζε βράχια στ’ όνειρό του. Περνούσαν οι νύχτες του διαρκώς, σφυριά στο αμόνι. Κάθε πρωί έβλεπε κόκκινα τα χέρια του, πληγές παντού και θραύσματα ακίνητα στη νηνεμία. Σχεδίαζε να χτίσει ό,τι δεν χτίζεται. Πάντα μιλούσε ηττημένος για το ατελέσφορο του εγχειρήματός του. Παρ’ όλα αυτά δεν έλεγε να πάψει. Ώσπου μια νύχτα έβρεξε πολύ, βγήκαν στην αμμουδιά παλιοί του φίλοι, σύντροφοι, καλοστεκούμενοι μεσήλικες και ένα σμήνος ξάγρυπνοι ψιττακοί, αρπακτικά του δρόμου, με λόγια μελιστάλακτα του πρόσφεραν εδέσματα και ομορφιά με αντάλλαγμα ένα όνειρο, έστω σαθρό για ’κείνον άχρηστο. Ολόκληρη νύχτα κύλησε στα χέρια του λύθηκε ηδονικά κι απλώθηκε στο κορμί του, πήρε τα χέρια του, τα ζέστανε, γιάτρεψε τις πληγές μοιράστηκε μαζί της το όνειρο σαν παραμύθι αποσυνάγωγο χωρίς την εύνοια του τέλους.
ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΟΠΟ
«Κι εγώ μαζί σου το ξημέρωμα να σβήνω τις πληγές της νύχτας», έγραψε βυθίζοντας στο αριστερό του πέτο τη γραφίδα. Έμαθε πώς να τρυγά τις καθημερινές συνήθειες και να βαδίζει με τα υπόλοιπα απρόσκοπτα στους δρόμους. Ως εφευρέτης της αγωνίας, ύστερα από τόση δουλειά είχε ανάγκη το καταπραϋντικό της θάλασσας, έτσι πριν προχωρήσει στο αδιέξοδο, φύλαξε τη μορφή της σ’ εκείνο το αχνό σημάδι που επέμενε να συντηρεί, όπως η Άνοιξη τις παπαρούνες.
Εδώ που τα λέμε με ποιο φως θα ανατείλει το ξημέρωμα
στα εφημερεύοντα ερείπια;
Η παρηγοριά δανείζεται όνειρα από τις πέτρες
που αφουγκράστηκαν τα μυστικά
κι αργά κυλούνε προς το κύμα
να γλείψει με το αλμυρό νερό
όλους τους υπέργηρους νομάδες
με τις λαμπρές στολές τους άδειες στ’ αρμυρίκια.
Να μνημονεύουν τους πλανήτες,
χύνοντας χολή στους επιστήθιους φίλους
και τις λαμπρές ημέρες βυθισμένες
στο απερίγραπτο του χρόνου.
Γράφει ή γράφω τα ενάντια και τις προθέσεις
στην άβυσσο.
Το υστέρημα
χρονίζει τις αμφιβολίες,
όταν ο ποιητής εγείρει αξιώσεις απ’ το σύμπαν
για ένα τίποτα ληγμένο